Ο ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ Τράβηξε την κουρτίνα του κι είδε τον ήλιο να μεσουρανεί και να ζεσταίνει τα μουσκεμένα καλντερίμια της Ύδρας. Άχνιζε ο τόπος από την υγρασία, ενώ τα ανήλιαγα σοκάκια κρατούσαν ακόμη νερό ή ήταν μουσκεμένα κι έδειχναν τις συχνές αλλαγές του καιρού και το αλλοπρόσαλλο του Μάρτη. Χαμογέλασε και γεμάτος λαχτάρα, έστρεψε το βλέμμα του στο λιμάνι. Είδε τα πανιά να λύνονται και το λιμάνι ν’ αποκτά ζωή και κίνηση. Μια κίνηση γνώριμη, αρμονική και ταξιδιάρικη. Ο ήλιος ζέστανε την καρδιά του και βγήκε στο ανώι του σπιτιού του να βλέπει καλύτερα. Πήρε και τις αγαπημένες του μπότες, άρχισε να τις στιλβώνει με βερνίκι «μπαρμπερίνικο». Αγαπημένα χρώματα, συνήθειες που του θύμιζαν ταξιδιάρικες αναμνήσεις και περιπέτειες της νεανικής του διαδρομής. Τούτα τα πράματα τάχει φέρει στα πρώτα του ταξίδια, με κόπους κι ιδρώτα από την Αίγυπτο και τα παράλια της Αφρικής. Η ποιότητα άριστη με ξεχωριστό χρώμα και
Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο της Αγγλίας για θεραπεία τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος του νοσοκομείου, αν και μιλάει 13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ