Ο ΑΠΟΜΑΚΡΟΣ
Τράβηξε
την κουρτίνα του κι είδε τον ήλιο να μεσουρανεί και να ζεσταίνει τα μουσκεμένα
καλντερίμια της Ύδρας. Άχνιζε ο τόπος από την υγρασία, ενώ τα ανήλιαγα σοκάκια κρατούσαν
ακόμη νερό ή ήταν μουσκεμένα κι έδειχναν
τις συχνές αλλαγές του καιρού και το αλλοπρόσαλλο του Μάρτη. Χαμογέλασε και
γεμάτος λαχτάρα, έστρεψε το βλέμμα του στο λιμάνι. Είδε τα πανιά να λύνονται και
το λιμάνι ν’ αποκτά ζωή και κίνηση. Μια κίνηση γνώριμη, αρμονική και
ταξιδιάρικη.
Ο
ήλιος ζέστανε την καρδιά του και βγήκε στο ανώι του σπιτιού του να βλέπει
καλύτερα. Πήρε και τις αγαπημένες του μπότες, άρχισε να τις στιλβώνει με
βερνίκι «μπαρμπερίνικο». Αγαπημένα χρώματα, συνήθειες που του θύμιζαν
ταξιδιάρικες αναμνήσεις και περιπέτειες της νεανικής του διαδρομής. Τούτα τα
πράματα τάχει φέρει στα πρώτα του ταξίδια, με κόπους κι ιδρώτα από την Αίγυπτο
και τα παράλια της Αφρικής. Η ποιότητα άριστη με ξεχωριστό χρώμα και ιδιότητες.
Άξιζαν όμως κάθε κόπο και του δημιουργούσαν μεγάλη ευχαρίστηση. Γυάλιζε τις
μπότες του και τις στίλβωνε και περνούσε ευχάριστα την ώρα του. Πολλές φορές
ρουφούσε τη μυρουδιά του ταμπάκου, αναμνηστικό από τις τελευταίες του διαδρομές,
όταν συχνά- πυκνά μπαινόβγαινε στην Σμύρνη, όπως κάνει κάθε Ρωμιός καραβοκύρης
που θέλει να σέβεται τον εαυτό του. Απόμακρος κοιτούσε το μεγάλο ταξίδι, τις
προετοιμασίες και τις προμήθειες των ναυτικών και των νοικοκυραίων, έκλεινε τα
μάτια και χαμογελούσε.
Αργοπορημένα
και μεθοδικά τακτοποιούσαν οι πλοίαρχοι τις τελευταίες λεπτομέρειες, ενώ
κάποιοι άλλοι πιο βιαστικοί είχαν ήδη κινήσει το ταξίδι τους. Απ’ τα παράθυρα
των καπετανόσπιτων κοιτούσαν οι ερωτοχτυπημένες κοπέλες αναστενάζοντας, ενώ οι
πλησιέστεροι συγγενείς και οι μανάδες
κατέβαιναν στην προκυμαία να χαιρετίσουν τα παλικάρια τους και να τους
συνδράμουν στις τελευταίες τους προετοιμασίες. Άνοιγε ο καιρός. Η Κριμαία ήταν
έτοιμη να τους υποδεχθεί και να τους παραδώσει τα σιτηρά της. Στάρι θα
μετέφεραν οι καραβοκύρηδες, να χορτάσουν με το αγώγι τους τις γειτονιές και τα
όνειρα του κόσμου. Η παραλαβή θα γινόταν στην Οντέσα και από εκεί θα κατέβαιναν στην Κωστάντζα και στην Βάρνα
για να μπουν στη θάλασσα του μαρμαρά, με ότι φορτίο είχε απομείνει. Θα συνέχιζαν για τα Κυκλαδονήσια και ό,τι έμενε
θα το μοίραζαν στην πόλη τους. Όσοι δεν
είχαν δουλειές θα ζύμωναν ψωμιά και θα τροφοδοτούσαν τα καράβια και τα
πληρώματά τους. Όλοι έπιναν νερό στ’ όνομά του και τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη.
Αυτός χωρίς να φαίνεται ρύθμιζε τη ζωή και τη ναυτοσύνη.
Στα χρόνια του ήταν αλλιώς τα πράματα. Δεν
προλάβαιναν να φορτώσουν τα εμπορεύματα κι όλα τα ‘καναν με μεγάλη βιασύνη.
Πριν καλά-καλά δέσουν στο λιμάνι, έκαναν και δεύτερο δρομολόγιο στο Μισίρι και από
εκεί στη Μασσαλία και την Λισαβώνα. Οι ανάγκες επισιτισμού ήταν μεγάλες εξ
αιτίας του αγγλογαλλικού πολέμου και του
εμπάργκο που επακολούθησε. Υπήρχε βέβαια ανασφάλεια κι ο απαγορευτικός κλοιός τους
εμπόδιζε. Όμως καπετάνιοι σαν και του λόγου του, πάντα έβρισκαν λύσεις και πετύχαιναν
τους στόχους τους. Πόσες φορές ο ίδιος δεν έσπασε τον ναυτικό τον κλοιό των
Άγγλων! Πόσες φορές δεν έλαβε μέρος σε ναυμαχίες προκειμένου να
σπάσει τον αποκλεισμό! Κι όμως όλες τις
φορές τα κατάφερε. Και ποτέ δεν νικήθηκε σε ναυμαχία. Ήξερε να διαβάζει τον
καιρό, ήξερε να χρησιμοποιεί τον άνεμο. Ήξερε κάθε λιμάνι, κάθε ύφαλο και κάθε
ιδιοτροπία της θάλασσας. Σαν σίφουνας έπαιρνε πάντοτε την κατάλληλη θέση κι
έκανε αυτό που απαιτούσαν οι περιστάσεις. Πάντα είχε στο ζωνάρι του ακονισμένους
σαλτιρμάδες, τρομπόνια και πελέκια έτοιμα κάθε φορά για τα ρεσάλτα. Ο Μιαούλης
καπετάνιος και γύρω του υδραίοι ναυτικοί αποφασισμένοι για όλα. Μόνο το
οχτακόσια δύο ο ναύαρχος Νέλσωνας ρυμούλκησε το πλοίο του και τον συνέλαβε
αιχμάλωτο. Όμως εντυπωσιάστηκε από την τόλμη του και την αποφασιστικότητά του
σε τόσο μεγάλο βαθμό, που τον επιβράβευσε και τον άφησε ελεύθερο. Είχαν να λένε
για τα ανδραγαθήματα και την τόλμη του. Κι η σκέψη του ξεχωριστή και λιμανίσια.
Κάθε παραλία και μία ιστορία. Κάθε ξέρα και λιμενοβραχίονας γνώριζαν την δράση και
την αποφασιστικότητά του.
Πριν καλά- καλά ανδρωθεί, έκανε την επανάστασή
του. Αψήφησε τις πατρικές εντολές και τις απαγορεύσεις για την θάλασσα και
μπήκε στο πλοίο του φίλου του Χατζημιχάλη. Καθώς κοιμόταν οι ναύτες, αυτός κι ο
έφηβος Χατζημιχάλης, εισήλθαν στο πλοίο, έλυσαν τα πανιά και σάλπαραν για την
Αίγυπτο. Ξύπνησαν τους ναύτες και τους έβαλαν κάτω απ’ τις διαταγές τους. Για
να κουμαντάρεις τούτον τον καιρό ναύτες, σε καράβι «υδραίικο» έπρεπε νάσαι
θεριό ανήμερο. Τα άγρια αυτά θεριά της θάλασσας, δεν γνωρίζουν ηθική και
πειθαρχία και συμπεριφέρονται απότομα και με την δύναμη πάντοτε της φύσης.
Έπρεπε νάσαι δυνατός και άξιος για να σταθείς στη θάλασσα. Οι ναύτες δεν ήταν υπάκουοι.
Ήταν αλλιώς μαθημένοι και πολύ συχνά ξεσπούσαν σε τσακωμούς. Οι εξεγέρσεις και
οι ανταρσίες, ήταν φαινόμενα της καθημερινής ζωής μέσα στα πλοία. Αλίμονοι σου
αν δεν μπορούσες να τους κουμαντάρεις. Πολύ συχνά ξεσπούσαν εξεγέρσεις και η
πειρατεία είχε την τιμητική της.
Εκείνοι
όμως -αν και έφηβοι-την είχαν μέσα τους τη ναυτοσύνη και τα κατάφεραν μια χαρά.
Ήξεραν να κουμαντάρουν τη θάλασσα και την άγρια ψυχή των ναυτικών. Ο Μιαούλης
είχε βγει κουρσάρος πριν απ’ τον Κατσώνη και οι καταδρομές του είχαν χαρακτήρα καθαρά
προσωπικό. Ήταν μία ατομική επανάσταση, μια περιπέτεια, πούχε στενή σχέση μ’
ένα θλιβερό οικογενειακό καυγά. Αδικημένος από την προτίμηση του αδερφού απ’
άλλη μάνα, που τον θεωρούσε κατώτερο του αδερφού του, πήρε την υπόθεση πάνω του.
Διψασμένος, κυριολεχτικά λυσσασμένος, γι’ ανεξαρτησία και πρωτοβουλία, ρίχτηκε
στους ανοιχτούς ορίζοντες του πελάγου με την πιο πρωτόγονη τυχοδιωκτική ορμή. Ο
Μιαούλης και ο παιδικός του φίλος, Χατζημιχάλης έδρασαν ως κουρσάροι στα μέρη
της Αλεξάνδρειας φτάνοντας βαθιά στον Νείλο σε παράτολμες αποστολές. Με θεότρελο
κουράγιο, που το φτέρωναν τα νιάτα τους, μπήκαν στο Νείλο κι ανέβηκαν ως το
Κάιρο και την Μπαρμπαριά. «Εληστοπειράτουν-γράφει μ’ όλη την απλοϊκή του
συντομία ο Σαχίνης – κατά τα παράλια της Αιγύπτου αναβάντες μέχρι του Καΐρου».
Όμως
το πλήρωσαν με το ίδιο νόμισμα, καθώς στο δρόμο τους βρέθηκαν κι άλλοι πειρατές
που ζούσαν με τον ίδιο τρόπο. Το πλήρωμά του τον εγκατέλειψε, είτε για να τον
εκδικηθεί για τη σκληρότητά του είτε γιατί φοβήθηκε. Έπεσε στη θάλασσα
χρησιμοποιώντας τη μεγάλη βάρκα του
καραβιού αφήνοντάς τον Μιαούλη, μόνο
του. Ολομόναχος κρατεί κεφάλι στους Μαλτέζους. Του κάνουν ρεσάλτο, τους πολεμά.
Τον κυκλώνουν κι αυτός συνεχίζει ακάθεκτος. Οι μπάλες σφυρίζουν γύρω του. Τον
λαβώνουν κι αυτός καταματωμένος πέφτει στα χέρια τους. Τον τραυματίζουν αρκετά
σοβαρά και τον κρατούν αιχμάλωτο σ’ ένα μικρό χωριό για να εισπράξουν λύτρα.
Για καλή του τύχη εμφανίζεται ένα τούρκικο καράβι και οι πειρατές τον
εγκαταλείπουν. Τα θυμάται ο καπετάνιος όλα τούτα με νοσταλγία, γιατί όσο
δύσκολα κι αν ήταν εκείνα τα χρόνια, οι δυσκολίες αυτές του μάθανε τι θα πει
ζωή και τί αντρειοσύνη. Γι’ αυτό κι εκείνος έδωσε στον γιό του το κουμάντο. Ο γιός
του ο Δημητράκης έκανε το κουμάντο στη θάλασσα κι αυτός ρύθμιζε τώρα, την
τροφοδοσία και την συντήρηση των πλοίων. Είχε πέντε χρόνια να πατήσει στην
θάλασσα και δεν τον στεναχωρούσε καθόλου. Η επιχείρηση πρόκοβε παρά τις
δυσκολίες και τον ανταγωνισμό που αντιμετώπιζαν από τον αγγλικό και ισπανικό
ναυτικό. Μαζί του πρόκοβε η οικογένεια κι προπαντός όλο το νησί. Ήταν
νοικοκύρης και συνετός άνθρωπος. Ήξερε να αξιολογεί τις καταστάσεις και κυρίως
να τις ανατρέπει και να δημιουργεί καινούργια δεδομένα. Τώρα τον είπανε δειλό.
Αυτός ο Αντωνάκης ο Οικονόμου, ήρθε να τους μιλήσει για την επανάσταση και για
την ανάγκη να μπούνε στον αγώνα. Διαφώνησε.
-Περίμενε
του είπε. Δεν είμαστε ακόμη έτοιμοι. Πρέπει να δυναμώσουμε το στόλο μας, γιατί
οι Οθωμανοί έχουν καλύτερο στρατό και πρέπει να οργανωθούμε λίγο καλύτερα, μην πάμε
έτσι απροετοίμαστοι σε μάχες με τους Οθωμανούς.
Εκείνος
όμως έπεισε τους προεστούς και τους υδραίους κι ο Μιαούλης, αν και διαφωνεί τους
προσφέρει με την έκρηξη της επανάστασης, στις 27 Μαρτίου, τρεις χιλιάδες
εξακόσια είκοσι πέντε ισπανικά τάλιρα. Στις είκοσι Ιουλίου προσφέρει τα πλοία
του κι απ’ τον Σεπτέμβριο ξαναμπαίνει επικεφαλής του υδραίικου ναυτικού με 29
πλοία στο σύνολό του. Πρώτη ναυμαχία στην Τριφυλία απέναντι σε 68 Οθωμανικά
πλοία, προξενεί πολλαπλές καταστροφές και υποχωρεί. Μπαίνει στον Πατραϊκό κόλπο
και επιτίθεται σε 108 Τουρκικά πλοία, προξενώντας πανικό στους Οθωμανούς και
μεγάλη συμφορά. Οι ναυμαχίες διαδέχονται η μία την άλλη και σχεδόν όλες με
επιτυχία. Στη Χίο, στο Ναύπλιο, στα Ψαρά, στην Ικαρία, στην Κρήτη... Στη
ναυμαχία που πραγματοποιήθηκε στον κόλπο του Γέροντα, απέναντι από τη Λέρο, οι
Έλληνες θα νικήσουν τον συνασπισμένο στόλο τουρκικών, αιγυπτιακών, αλγερινών
και τυνησιακών πλοίων, με τον ίδιο τον ναύαρχο να διαδραματίζει σημαντικό ρόλο
στις εξελίξεις της σημαντικότερης σύγκρουσης πού έγινε στη θάλασσα κατά τη
διάρκεια της Επανάστασης. Το 1925 αιφνιδιάζει τον αιγυπτιακό στόλο στην Μεθώνη
και στη Γλαρέντζα και μπαίνει θριαμβευτής στο Μεσολόγγι σπάζοντας τον κλοιό
πολλές φορές. Με απανωτές επιστολές ζητά απ’ την κυβέρνηση τη στήριξη του
Μεσολογγίου, αλλά δεν εισακούγεται. Οι δράσεις του, μοναδικές, όπως κι οι
πράξεις του. Όμως όλα έσβησαν με μία μονοκονδυλιά το 1831, όπου διέπραξε την
πιο ατιμωτική πράξη, πυρπολώντας το ατμοκίνητο πλοίο «Ελλάς» και «Ύδρα» εξ’ αιτίας της ρήξης του με τον Ιωάννη Καποδίστρια. Τώρα κάθεται μόνος.
Απόμακρος. Τον τρώει το σαράκι κι οι τύψεις. Πυρπόλησα την πατρίδα μου αναφωνεί.
«Με βάλανε κι έκαψα την πατρίδα μου» φωνάζει στον ύπνο του. Αρνείται κάθε
αξίωμα και κάθε μεγαλείο. Απομακρύνεται απ’ τους φίλους. Σκέφτεται διάφορα.
Στεναχωριέται, μα δεν μπορεί να φέρει το χρόνο πίσω, ούτε και να
διορθώσει τα θανάσιμα αμαρτήματα που μουτζούρωσαν το ναυτικό φυλλάδιο, του
μεγαλύτερου ίσως πολέμαρχου στην ελληνική θάλασσα…
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου