Η ΑΝΟΙΞΗ
Στη χώρα της
σακούλας άρχισαν τις διαμαρτυρίες για το πολύτιμο πλαστικό που στόλιζε τις
παραλίες και τα δάση μας κι οι γριές από τα χαράματα ανακάτευαν τις σακούλες
για να νιώσουν ηδονή και απόλαυση με το πολύτιμο τούτο απόκτημα.
Οι διαμαρτυρίες ξεκίνησαν κι
η μάχη πλησιάζει. Σύντροφοι πως θα αντέξουμε χωρίς σακούλα;
-Κοιτάξατε ποτέ το
περιεχόμενο; Αν ναι πείτε μου γιατί, ενώ τα ψώνια λιγοστεύουν στην αγορά, οι
σακούλες πολλαπλασιάζονται;
-Γιατί στις όμορφες θάλασσες;
-Σε πόσα χρόνια λιώνουν τα
χιόνια στα βουνά; Σε πόσα χρόνια θα λιώσουν οι σακούλες;
-Κατανοώ απόλυτα την αγωνία
σας.
-Μήπως όμως πρέπει να
κατανοήσετε τις δικές μας ανησυχίες.
Την αγωνία της θάλασσας ποιός
κατανόησε;
-Ποιος άκουσε τη φώκια να φωνάζει;
-Ποιος το τραγούδι της ζωής ψιθύρισε;
-Ποιος άκουσε τη φώκια να φωνάζει;
-Ποιος το τραγούδι της ζωής ψιθύρισε;
-Ποιος άκουσε το χώμα που ευωδιάζει;
Χιλιάδες
σακούλες σκεπάζουν τα μνημεία μας και τα εκατόν τριάντα δύο χιλιάδες τετραγωνικά
χιλιόμετρα της ακτογραμμής μας, αναδεικνύοντας περίτρανα τον πλούτο μας και πολιτισμό μας.
Είμαστε η χώρα με τις περισσότερες σακούλες.
Είμαστε η χώρα με τις περισσότερες σακούλες.
Τα ποτάμια μας έγιναν πλαστικά και γράφουν από πάνω "Βασιλόπουλος" και "Σκλαβενίτης". Εγκιβωτισμένα κι αυτά όπως η σκέψη δέχονται στις ακτές τους τις σακούλες, τα
πλαστικά, τις ακαθαρσίες και τα επιτεύγματα του πολιτισμού μας. Στις πηγές ταξιδεύουν, στα νερά
που πίνουμε, στις κουβέντες και στο πιάτο των παιδιών μας.
«Να το
πάρει το ποτάμι». Να το πάει στην πηγή, να το πάει στη θάλασσα και στην όμορφη
φύση.
Ο Αγώνας συνεχίζεται.
Να καταμετρηθούν τα σκουπίδια, τα πλαστικά μπουκάλια, οι σακούλες της ακτογραμμής,
γιατί είναι το μόνο που στη χώρα μας ακμάζει…
Μια ευωδία είναι ο τόπος μας και τον κάναμε τώρα σαπισμένο πλαστικό για μια παλιοσακούλα.
Μια ευωδία είναι ο τόπος μας και τον κάναμε τώρα σαπισμένο πλαστικό για μια παλιοσακούλα.
Με λυγιές και
καλάμια πλέκαμε όνειρα στα καλάθια της όμορφης ζήσης. Κι ήταν με φρούτα κι
αρώματα γεμάτα, μ’ ένα κόκκινο λουλούδι σκεπασμένα, μεταφέροντας χαρά και ευλογία. Βάζαμε μέσα οράματα κι ομορφιές απ’ τον κόσμο της φύσης. Και την Αγάπη την βάζαμε πάνω στα καταπράσινα
κλαδιά να την μεταφέρουμε στο σπιτικό μας. Κάναμε καρέκλες περίτεχνες, με ψαθί και με χρώματα της φύσης και φιλοξενούσαμε τους επισκέπτες και
τους απόκληρους κατατρεγμένους, γιατί ήταν δύσκολες οι εποχές κι ήθελες την ανθρωπιά και
τη συμπαράσταση να ζήσεις.
Τα ξύλινα σκαμνιά μ’ έναν πανέμορφο
πρωτογονισμό, έδιναν θέση τους στην ομορφιά, και την νοικοκυροσύνη. Έτσι γέμιζε η καρδιά μας με τους πόθους του ενός για τον άλλον.
Αν τύχαινε να ’ναι χειμώνας μαζευόμασταν γύρω
στο τζάκι και κάναμε όνειρα απλά και πραγματοποιήσιμα, όπου γεννούν καθημερινά
την ευτυχία. Μιλούσαμε για τα παλιά και τις επιδιώξεις.
Κι ήταν ο κόσμος μας καλοκαίρι κι Άνοιξη μαζί, και τα όνειρα
μας μαζεμένα και γήινα.
Σαν ο άνθρωπος πατεί στη γη μαθαίνει να σκέφτεται.
Ο κόσμος όλος έκανε υπόκλιση στα χωρατά μας. Έπαιρνε θέση στο πεζούλι της αυλής ν’ ακούσει τα μηνύματα και ήχους της της γης και της θάλασσας. Γέλιο και τραγούδι των ανθρώπων. Η ευτυχία τυλιγμένη
στα πόδια μας κι οι μπιστικοί μας μ' ένα ταγάρι που το λέγανε
ντορβά κι ήτανε πάντα άδειο.
Νερό κι αλάτι στο προζύμι μας και κερνούσαμε κάθε μέρα τη φιλία. Σ' ένα ασκί καμωμένα από γίδι όπου μύριζε πάντοτε ευλογία και κρατούσε
παγωμένο το νερό. Αν τα απίδια ήταν άγουρα τα βάζαμε στο στάρι να ωριμάσουν και μετά τα μοιράζαμε στα κουτσούβελα. Αν όμως
ήταν άγουρο το μυαλό περιμέναμε βδομάδες να πήξει, γιατί είχαν πάρει
αέρα τα μυαλά μας, καθώς έλεγαν οι παλιοί κι έπρεπε να πήξουν και να καθαρίσουν.
Τώρα τα κλείνουμε σε πλαστικές σακούλες και τα παραγεμίζουμε με αναψυκτικά και γέμιση. Σε
πλαστικό τη βάλαμε τη σκέψη μας και το νερό μας σ' πλαστικό μπουκάλι. Η τροφή μας βγαίνει σε εργοστάσιο και την σφραγίζουν σ' ένα πλαστικό δοχείο.
Κι όταν ήρθε και μας βρήκε η Άνοιξη, έφυγε και πια δε θα γυρίσει.
ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου