Ορφάνεψαν τα βόλια και τα δάκρυα στέρευσαν
μακρινές οι στράτες κι οι ξυπόλυτοι, ποδέθηκαν πείνα και θυσία.
Σώθηκαν τα λόγια γευματίσαμε αίμα και μαρτύριο
φάγαμε αλάτι και πικράδα. Κοινωνήσαμε μπαρούτι
Σκάψαμε λαγούμια πορευτήκαμε στα τάρταρα
ακουμπήσαμε τον Άδη λαβωμένοι
σφάχθηκαν τ’ ανήμπορα παιδιά μας
και βαδίζαμε μες στις χαράδρες των βουνών
Και μες τα στήθη, ζωγραφίσαμε με αίμα τη μορφή της,
«Ελευθερία»τη φωνάξαμε κι η γη σκοταδιασμένη έτρεμε κάτω απ’ τα πόδια μας
και τα μπαρούτια είχαν βάψει τα γένια μας μαύρα
φορέσαμε για μάτια ανθρώπινο μαρτύριο -είχαμε συνηθίσει τη θυσία-
και τα βουνά μας ναυαγισμένα από το αίμα
κλαίγανε για τα ανήλικα παιδιά που τ’ ακούμπησε η πείνα και ο θάνατος.
Η γενιά μας δεν έκλαψε, είχε στερέψει
Κι απ’ τα δάκρυά έβγαινε ο φόβος κι ο θάνατος
πλέον δε μας τρομάζει ο θάνατος ζήσαμε και χειρότερα
Πικρή η αλήθεια, την αντέξαμε Γυμνές σαν σπαθιά οι κουβέντες
Τηράξαμε δεξιά μας μιαν άβυσσο Τηράξαμε κι απ’ την άλλη το ψέμα
-Να χτίσουμε κάστρα στην άβυσσο φώναξα.
Κι έτσι χτίσαμε την πόλη μας με Αίμα.
Γερογιάννης Γιάννης
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου