ΤΑ
ΠΟΛΥΣΠΟΡΙΑ
Τον Νοέμβριο ο λαός μας τον λέει και «χαμένο». Λένε
πως άμα ξεκινήσει να βρέχει, ξεχνάει να σταματήσει γι’ αυτό και δώσανε τούτο το
περίεργο όνομα.
-Μια χρονιά, το πενήντα τρία νομίζω, άρχισε να βρέχει
στις τρεις του Νοέμβρη και ξέρεις πότε σταμάτησες; μου ‘πε κάποτε ο μπάρμπα
Κώστας.
-Πότε ρώτησα; Σχεδόν αδιάφορα
-Στις δώδεκα του Φλεβάρη. Εκείνο το φθινόπωρο κανείς
μας δεν μπόρεσε να οργώσει. Κοντέψαμε να μείνουμε χωρίς σιτάρι. Δέκα μέρες αν
κρατούσε η βροχή, δεν υπήρχε περίπτωση να σπείρουμε. Περιμέναμε μια βδομάδα να
στεγνώσουν τα χωράφια και καινούρια βροχή ξεκίνησε. Ευτυχώς αυτή τη φορά
κράτησε πολύ λίγο. Τελικά τα καταφέραμε να σπείρουμε, αλλά το όψιμο σιτάρι και
δεν είχε καλή παραγωγή. Περιορισμένη η παραγωγή και τα σιτάρι εκείνη τη χρονιά δεν
έφτασε ούτε για το ψωμί της φαμίλιας. Μαθημένοι όμως σε τέτοιες καταστάσεις με
στερήσεις και δυσκολίες τα καταφέραμε.
Γι’ αυτό πάντα φροντίζουμε να εξευμενίζουμε τη γη μας.
Τις επίγειες αλλά και τις ουράνιες θεϊκές δυνάμεις για τη σπορά και το φύτρωμα
του καρπού.
Τον μήνα αυτό, γιορτάζουμε τα πολυσπόρια ένα παλιό
έθιμο που στην αρχαιότητα το λέγανε «πανσπερμία» και αποτελούσε μια τελετή για
τον εξευμενισμό της γης και της φύσης. Να δεχθεί η γη στα σπλάχνα της, την
Περσεφόνη και το σπόρο κι όλα να πάνε κατ’ ευχήν και σύμφωνα πάντοτε με τους
νόμους της φύσης.
Στις είκοσι μία λοιπόν του Νοέμβρη γιορτάζουμε την
ξεχωριστή αυτή γιορτή της φύσης. Παρά τις μικροαλλαγές και τις διαφοροποιήσεις,
που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια, η τελετή αυτή, κρατάει άσβεστη την
επικοινωνία του ανθρώπου με τη φύση και τα προϊόντα της.
Φακές ,ρεβίθια, κουκιά μπιζέλια, σιτάρι, αραβόσιτος
και αλεύρια δημιουργούν μοναδικές γεύσεις σε μία κατσαρόλα που σιγοβράζει για
ώρες πολλές στη χόβολη και παράλληλα ζεσταίνει την εστία του σπιτιού. Όλα αυτά
βράζουν μαζί και αρωματίζουν το σπίτι. Τότε συνήθως πρωτοανάβουμε το τζάκι και
παντρεύουμε τη φωτιά, βάζοντας αρσενικά και θηλυκά ξύλα, προσέχοντας για τρεις
μέρες να μη σβήσει καθόλου το τζάκι. Ενώ η κατσαρόλα θα βράζει για ώρες πολλές
τους αγιασμένους καρπούς και τα γεννήματα του τόπου μας.
Γεύσεις του τόπου, και αρώματα της γης μας. Γλώσσα
επικοινωνίας με τις θεϊκές δυνάμεις του σπιτιού και της γης και μαζί η λαχτάρα
της αφθονίας για καλή σοδειά και ευδαιμονία. Γεύσεις ευλογημένες που θα κάνουν
τα σπαρτά μας γόνιμα. Πολλές φορές προσθέτουμε δάφνη, καρύδια, γαρίφαλο και
ρόδι της αφθονίας και του γάμου, μιας και η Περσεφόνη παντρεμένη με τον
Πλουτώνα επισημοποίησε το μυστήριο του γάμου με τούτον τον ευλογημένο καρπό.
Ένα πιάτο θα πρέπει να το πετάξουν στα κεραμίδια του
σπιτιού για τα πουλιά κι την ευκαρπία του σπιτιού. Ένα ακόμη πιάτο θα πρέπει να
σπαρθεί στο χωράφι να το γευθούν οι δυνάμεις της γης για να ανταποδώσουν την καλή
θετική ενέργεια και την καρποφορία της γης. Θυμάμαι το άρωμα αυτών των
δημητριακών και τη μεθυστική ατμόσφαιρα που δημιουργούσε στο σπιτικό μας, μα
δεν μπορώ να θυμηθώ για πόσες ώρες κρατούσε τούτη η τελετή.
Ανακατεύαμε συχνά την κατσαρόλα, για να μην κολλήσει το
γεύμα με τους σπόρους και συχνά τοποθετούσαμε ξερόκλαδα στο τζάκι να δυναμώσει η
φωτιά και να συντομεύσει η διαδικασία.
Κακοταϊσμένοι και κουρασμένοι από τις αγροτικές δουλειές,
περιμέναμε πως και πως τούτο το γεύμα. Συχνά όμως καθυστερούσαμε δύο και τρεις
ώρες πέρα από την καθιερωμένη ώρα του γεύματος, γιατί τα σπόρια ήταν σκληρά και
καθυστερούσαν τη διαδικασία.
Παίζαμε τότε διάφορα παιχνίδια μέσα στο σπίτι εμείς οι
μικρότεροι, γιατί ο καιρός ήταν βροχερός και το παιχνίδι στην αυλή απαγορευτικό.
Η μπάλα φυσικά ήταν το αγαπημένο μας παιχνίδι. Την πετούσε ο ένας στον άλλον
και παίρναμε τις κατάλληλες προφυλάξεις να μην κάνουμε ζημιές μέσα στο σπίτι.
Όταν οι μεγάλοι μας φώναζαν, σταματάγαμε αμέσως και μετά συνεχίζαμε με
μεγαλύτερη ένταση μέχρι επιτέλους να τερματίσει αυτό το ατέλειωτο βράσιμο. Μας
είχε σπάσει τα ρουθούνια αυτή η μυρωδιά μα το βράσιμο όλο και καθυστερούσε. Η
γιαγιά άλλωστε που είχε αναλάβει αυτή τη διαδικασία τα ήθελε «καλοβρασμένα» και
«γευστικά» κι όλο μας έλεγε:
-Κάντε υπομονή. Λίγο ακόμα κοντεύουμε.
Συνεχίζαμε το παιχνίδι μας και μαζί μας έπαιζε
ποδόσφαιρο η πείνα και η λόρδα. Η κοιλιά μας συνεχώς χόρευε και περίμενε με
αγωνία να γευθεί το φαγητό με το μεθυστικό άρωμα που αντλούσε τη γεύση του απ’
τα δικά μας χώματα.
Σε ένα όμως δυνατό πέταγμα της μπάλας βρίσκω με δύναμη
το καπάκι της κατσαρόλας κι αυτό συμπαρασέρνει μαζί του ολόκληρη τη χύτρα με τα
εδέσματα. Τα φασόλια ,οι φακές και τα ρεβίθια έπεσαν πάνω στο κάρβουνο και στις
στάχτες. Η φωτιά μισοσβησμένη έκαιγε τώρα το στάρι και τα εδέσματα. Εμείς
νηστικοί κοιτάζαμε με απογοήτευση το ατελείωτο βράσιμο. Πήραμε ένα μπακιρένιο
ταψί βάλαμε μέσα τους σπόρους και τους πετάξαμε στο οργωμένο χωράφι. Λένε πως η
σοδειά εκείνη τη χρονιά ήταν η καλύτερη και πιο πλούσια σε παραγωγή.
Όμως εμείς δε μπορέσαμε να γευτούμε το μεθυστικό άρωμα
που σκορπούσαν οι γεύσεις και τα γεννήματα του τόπου μας. Κοιμηθήκαμε νηστικοί
με το στομάχι μας να γουργουλίζει και τις δάφνες να σκορπούν παντού ένα δυνατό,
μεθυστικό άρωμα, της ξεγνοιασιάς και της σοφίας. Ήταν το άρωμα της γης μας.
Ήταν το άρωμα της σποράς. Το άρωμα της ζωής!.
ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου