ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Στις
φλέβες, κουβαλώ τη γη μου,
στο πρόσωπο τον ήλιο,
στο στήθος την νοσταλγία,
προχωρώ σταθερός κι ανέγγιχτος
και μιλώ με τα αγριοπούλια και τη
θάλασσα,
νοσταλγώντας,
το γαλάζιο ουρανό της πατρίδας,
το χώμα που έγινε άνυδρο,
τον καπνό, τον ολόλευκο, να
βγαίνει απ’ το πλοίο
ή απo ένα μαντείο, που το λένε «Δελφοί».
-κατοικία του ήλιου, κι ομφαλός
της γης-.
Λαμπερός ο
ήλιος, μας πορφύρωσε
κόκκινες πολιτείες ντυμένες στο
χρώμα του,
υπομένουν στωικά τα καυτά χάδια
του ήλιου,
στις αφιλόξενες γωνιές της
Παλμύρας,
άλλοτε, σ’ ένα καραβάνι με βεδουίνους
παζαρεύοντας ανθρώπινες αδυναμίες.
κι άλλοτε πάλι, στην Αλεξάνδρεια
και στον Πόντο,
ποντίζεις το καινούριο πλεούμενο
έλληνας κοσμοπολίτης και
πολυτάξιδος
ταξιδεύεις στη χώρα του ήλιου..
με επιμονή μεταφέρεις μετάξια της
Κίνας
έβενο και λιβάνι απ’ την Παλαιστίνη,
ζωής αρώματα κι επιταγές της
μοίρας.
Το μαντείο δε δίνει πλέον χρησμούς
το «λάλων ύδωρ» σωπαίνει
σ έλουζε τότε η θάλασσα
κι η αρμύρα σε καλεί και σου λέει
:
«Μέγα το της θαλάσσης Κράτος»
Αττική τριήρης, δρύινο έμβολο,
ναυμαχείς, τους νικάς κι ενδίδεις.
φόρεσες προβιά του ήλιου στο
πρόσωπο ,
ανεμόπτερο η σκέψη, γρανάζι της
μοίρας
«τριήρης της φυγής» μ’ ένα όνειρο,
σ ένα κόσμο «χλιδής» και «σαπίλας»
Ο ασκός του Αιόλου σαν άνοιξε
-ναυαγός η ανθρωπιά, δε θα
μείνει-.
στα καράβια φορτώνεις τα όνειρα
- και κρεμάς φυλαχτό σου τη μνήμη-
Στην ξενιτειά γυρεύεις την τύχη
σου
το στάρι πατρίδας θυμάσαι
χρυσές παραλίες και όστρακα
μα εσύ την πατρίδα θυμάσαι.
Πατρίδα δεν είναι τα χρήματα
του Αρταξέρξη η αυλή, τα «προικώα»
Πατρίδα μας είναι ο Άνθρωπος
η ψυχή του λαού και το χώμα
Δεν είναι βέβαια οικόπεδο
τα χωράφια, οι ελιές και τα σπίτια
είναι η σκέψη του Πλάτωνα
είναι η «γλώσσα μας» και η
συνήθεια
Είναι η «πατρίς» το καράβι μας
η ανάσα, η ψυχή, τα «τραγούδια».
Γλύπτης ο χρόνος, στην ανθρώπινη
ύπαρξη,
τα σύννεφα λύσανε τα πανιά τους,
πέτρωσε την ψυχή σου ο ήλιος,
και σου έφερε, νέα πατρίδα και
νέους ουρανούς
Μελβούρνη –Σικάγο- Στουτγάρδη.
Ένα
θλιμμένο φεγγάρι, οδηγούσε τη στράτα σου
κι ένα κοπάδι από άστρα στην
αγκαλιά σου
Τις νύχτες, γύριζες στις ερημιές
κι έβαζες άστρα,
τις μέρες έδιωχνες τους ίσκιους
και φύτευες γνώση
και με δάκρυ τα πότισες.
Έσπειρες το κλάμα στη θάλασσα
και το κύμα αγρίεψε ξεσηκώθηκε
δάκρυσε ο ήλιος και χάθηκε
μια δροσοσταλίδα σε πότισε.
και μ’ αλέτρι του ήλιου όργωνες
την έρημο
κι έσπερνες τα παιδιά του
Παρθενώνα
και της Αγάπης.
Έσπειρες αγάπη στη θάλασσα
κι έβγαλες ειρήνη και δάκρυα.
Έσπειρες το στίχο στα στήθια σου
κι όλα φως κι ελπίδα ζωντάνεψαν.
Πέταξες χαλίκια στη θάλασσα
και τον κάτω κόσμο λευτέρωσες.
άνθισαν τα αμπέλια της θάλασσας
κάρπισαν οι κόρφοι των γυναικών .
έσμιξε η γη με τη θάλασσα
κι έσμιξαν πατρίδες και όνειρα!!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου