Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΟΛΙΤΗΣ του ΚΟΣΜΟΥ:(Γιάννη Γερογιάννη).Πανουργιά Δ. απαγγελία


ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Στις φλέβες, κουβαλώ τη γη μου,
στο πρόσωπο τον ήλιο,
στο στήθος την νοσταλγία,                                        
προχωρώ σταθερός κι ανέγγιχτος
και μιλώ με τα αγριοπούλια και τη θάλασσα,
νοσταλγώντας,
το γαλάζιο ουρανό της πατρίδας,
το χώμα που έγινε άνυδρο,
τον καπνό, τον ολόλευκο, να βγαίνει απ’ το πλοίο
ή απo ένα μαντείο, που το λένε «Δελφοί».
-κατοικία του ήλιου, κι ομφαλός της γης-.
Λαμπερός ο ήλιος, μας πορφύρωσε
κόκκινες πολιτείες ντυμένες στο χρώμα του,
υπομένουν στωικά τα καυτά χάδια του ήλιου,
στις αφιλόξενες γωνιές της Παλμύρας,
άλλοτε, σ’ ένα καραβάνι με βεδουίνους
παζαρεύοντας ανθρώπινες αδυναμίες.
κι άλλοτε πάλι, στην Αλεξάνδρεια και στον Πόντο,
ποντίζεις το καινούριο πλεούμενο
έλληνας κοσμοπολίτης και πολυτάξιδος
ταξιδεύεις στη χώρα του ήλιου..
με επιμονή μεταφέρεις μετάξια της Κίνας
έβενο και λιβάνι απ’ την Παλαιστίνη,
ζωής αρώματα κι επιταγές της μοίρας.
Το μαντείο δε δίνει πλέον χρησμούς
το «λάλων ύδωρ» σωπαίνει
σ έλουζε τότε η θάλασσα  
κι η αρμύρα σε καλεί και σου λέει :
«Μέγα το της θαλάσσης Κράτος»
Αττική τριήρης, δρύινο έμβολο,
ναυμαχείς, τους νικάς κι ενδίδεις.
φόρεσες προβιά του ήλιου στο πρόσωπο ,
ανεμόπτερο η σκέψη, γρανάζι της μοίρας
«τριήρης της φυγής» μ’ ένα όνειρο,
σ ένα κόσμο «χλιδής» και «σαπίλας»
Ο ασκός του Αιόλου σαν άνοιξε
-ναυαγός η ανθρωπιά, δε θα μείνει-.
στα καράβια φορτώνεις τα όνειρα
- και κρεμάς φυλαχτό σου τη μνήμη-
Στην ξενιτειά γυρεύεις την τύχη σου
το στάρι πατρίδας θυμάσαι
χρυσές παραλίες και όστρακα
μα εσύ την πατρίδα θυμάσαι.
Πατρίδα δεν είναι τα χρήματα
του Αρταξέρξη η αυλή, τα «προικώα»
Πατρίδα μας είναι ο Άνθρωπος
η ψυχή του λαού και το χώμα
Δεν είναι βέβαια οικόπεδο
τα χωράφια, οι ελιές και τα σπίτια
είναι η σκέψη του Πλάτωνα
είναι η «γλώσσα μας» και η συνήθεια
Είναι η «πατρίς» το καράβι μας
η ανάσα, η ψυχή, τα «τραγούδια».
Γλύπτης ο χρόνος, στην ανθρώπινη ύπαρξη,
τα σύννεφα λύσανε τα πανιά τους,
πέτρωσε την ψυχή σου ο ήλιος,
και σου έφερε, νέα πατρίδα και νέους ουρανούς
Μελβούρνη –Σικάγο- Στουτγάρδη.
Ένα θλιμμένο φεγγάρι, οδηγούσε τη στράτα σου
κι ένα κοπάδι από άστρα στην αγκαλιά σου
Τις νύχτες, γύριζες στις ερημιές κι έβαζες άστρα,
τις μέρες έδιωχνες τους ίσκιους και φύτευες γνώση
και με δάκρυ τα πότισες.
Έσπειρες το κλάμα στη θάλασσα
και το κύμα αγρίεψε ξεσηκώθηκε
δάκρυσε ο ήλιος και χάθηκε
μια δροσοσταλίδα σε πότισε.
και μ’ αλέτρι του ήλιου όργωνες την έρημο
κι έσπερνες τα παιδιά του Παρθενώνα
και της Αγάπης.
Έσπειρες αγάπη στη θάλασσα
κι έβγαλες ειρήνη και δάκρυα.
Έσπειρες το στίχο στα στήθια σου
κι όλα φως κι ελπίδα ζωντάνεψαν.
Πέταξες χαλίκια στη θάλασσα
και τον κάτω κόσμο λευτέρωσες.
άνθισαν τα αμπέλια της θάλασσας
κάρπισαν οι κόρφοι των γυναικών .
έσμιξε η γη με τη θάλασσα
κι έσμιξαν πατρίδες και όνειρα!!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ