Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΜΥΡΤΙΛΑ

Η  ΜΥΡΤΙΛΑ                          
 Γερογιαννης Γιάννης 
Έφτασε στο σπίτι της λίγο μετά τη δύση του ήλιου, κατάκοπη. Κάθισε στο ανάκλιδρο να αναπαυθεί και να σκεφτεί για το μέλλον. Δεν ήταν μόνο η κοπιαστική εργασία στα μεσόγεια που την ταλαιπωρούσε, ήταν ο ποδαρόδρομος και οι μακρινές αποστάσεις, που έπρεπε να διανύει κάθε μέρα με τα πόδια. Αφού οι μοίρες έτσι όρισαν, έπρεπε να ακολουθήσει το πεπρωμένο. Να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να χαρίσει ευτυχία στον λαμπρό νέο που τη λάτρεψε και την ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο.
Ήταν όμορφη γυναίκα η Μύρτιλα και τυχερή καθώς λένε, οι κακές γλώσσες του κόσμου. Αγαπήθηκε με πάθος κι αγάπησε τον Δεινοκράτη, έναν από τους ωραιότερους νέους της Αθήνας. Την περίμενε καθώς έλεγαν μια υπέροχη ζωή με μέλι και χρυσάφι κεντημένη, μα εκείνη δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε το μέλι, ούτε το μήνα του μέλιτος.
Ο Δεινοκράτης έφυγε απ’ τη συζυγική κλίνη, όπως κι οι περισσότεροι νέοι, να υπερασπιστεί την πατρίδα και τα ιερά της. Δε θα μπορούσε να πει όχι. Ωστόσο τον στεναχωρούσε η απομάκρυνση από την αγαπημένη του, που δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να της μεταδώσει όσα φώλιαζαν μες την καρδιά του για κείνη.
Πήρε ένα εργόχειρο και συνέχισε το έργο της. Θαύμασε το κέντημα της, ωστόσο κάτι ήθελε να προσθέσει ακόμα και να ομορφύνει το έξοχο κατά τα άλλα έργο της .Μία Γοργό θα κεντούσε πάνω στο σώμα της Παρθένου. Ένα σύμβολο βασκανίας, που χρησιμοποιούσε συχνά η θεά ν’ απομακρύνει τα κακά δαιμόνια και τις ατυχίες. Κι ο πόλεμος ήταν η μεγάλη ατυχία για τη Μύρτιλα. Είχε χάσει τον αγαπημένο της πριν καλά- καλά τον γνωρίσει. Ταυτόχρονα είχε χάσει και την όμορφη ζωή με τις ανέσεις που της πρόσφερε, ο λαμπρός και καταξιωμένος αυτός νέος. Πήγαινε κάθε μέρα στα μεσόγεια να μαζέψει λουλούδια φρούτα και καλούδια της εποχής, είτε για να τα πουλήσει στην αγορά, είτε να τα προσφέρει στον καλό της που ήξερε πως σύντομα θα γυρίσει γιατί ο πόλεμος γρήγορα θα τελείωνε.
Έπαιρνε τις μαργαρίτες, τις ορχιδέες και τις παιώνιες τις γύριζε ανάποδα κι έκανε αποξήρανση λουλουδιών και στόλιζε κάθε μέρα μ’ αυτά το γαμήλιο δώμα. Κάθε μέρα απουσίας ήταν γι’ αυτήν, ένα αποξηραμένο λουλούδι για το λατρεμένο της σύζυγο.
Αυτή όμως την εποχή μάζευε σύκα και σταφίδες. Βοηθούσε στις αγροτικές εργασίες κι έπαιρνε ως ανταμοιβή τρόφιμα, να μπορέσει να επιζήσει. Προτιμούσε  τα αποξηραμένα φρούτα και τις σταφίδες, γιατί εύκολα τα μετέφερε και τα αποθήκευε στα μεγάλα πήλινα αγγεία που είχε κατασκευάσει ο αγαπημένος της, γι’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό.
Ας τελείωνε ο πόλεμος κι η Μύρτιλα είχε πολλά να του προσφέρει! Σύκα αμύγδαλα σταφίδες, εξωτικά αρώματα με ροδόνερο απ’ τ’ αγιασμένο νερό της Κρήνης των Νυμφών. Θα τον έκανε ευτυχισμένο και θα τον έρανε με τα λουλούδια και τ’ αρώματα του τόπου και φυσικά με την αγάπη της που ήταν απεριόριστη.
Εκεί αποκοιμήθηκε γερμένη στον αριστερό της ώμο με το βελονάκι περασμένο στο κέντημα, νηστική ως συνήθως και ξέσκεπη Μια μεγάλη βροντή από κεραυνό την έκανε να πεταχτεί όρθια και να πει:«κακός οιωνός». Κατάκοπη καθώς ήταν απ’ την ημερησία εργασία δεν είχε όρεξη για πολλά. Ωστόσο άρχισε να τακτοποιεί τα του οίκου της, καθώς η δυνατή βροχή κι ο αγέρας δημιούργησαν ένα πρωτοφανές σκηνικό στην πανέμορφη πόλη.
Σφύριζε ο αγέρας στις κορυφές των σπιτιών και πολλές φορές μετακινούσε διάφορα αντικείμενα στα κεραμίδια και στις οροφές. Στην οδό Τριπόδων γκρέμισε φανοστάτες και τρίποδες και κατά τη διάρκεια της νύχτας άκουγες δυνατούς θορύβους από πτώσεις διαφόρων αντικειμένων. Ο δυνατός βοριάς σε ασυνήθιστη καλοκαιρινή περίοδο, σε συνδυασμό με το αγριοκαίρι και την ένταση της βροχής, προξενούσαν φόβο στους κατοίκους της πόλης που αποτελούνταν κυρίως από γυναίκες, καθώς οι άντρες έλειπαν στο μέτωπο.
Οι πρώτες σταγόνες άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους και στο σπιτικό της. Δεν έδωσε και μεγάλη σημασία. Έβαλε ένα πήλινο μεγάλο αγγείο να μαζεύει το νερό που εισέρρεε στην οικία και το πρωί με το σταμάτημα της βροχής, θα επισκεύαζε τις βλάβες της κεραμοσκεπής. Η βροχή συνεχίστηκε ως τις πρωινές ώρες της επόμενης μέρας. Ατσαλιά στο σπιτικό κι υγρασία. Η Μύρτυλα βιάστηκε να προλάβει την επόμενη θεομηνία.
Με το σταμάτημα της βροχής έτρεξε στην πόλη να βρει εργάτη να επιδιορθώσει τις βλάβες. Κανείς όμως δεν ανέλαβε αυτή την εργασία. Άλλωστε δεν υπήρχαν και πολλοί άντρες, καθώς ο πόλεμος απασχολούσε όλους τους ικανούς για εργασία. Τοποθέτησε τότε έναν τρίποδα πάνω στο ανάκλινδρο κι άρχιζε να επιδιορθώνει τα κεραμίδια από μέσα. Δεν τα κατάφερε και τόσο καλά, ωστόσο όμως είχε επισκευάσει τις σημαντικότερες βλάβες, χωρίς όμως να χρησιμοποιήσει ασβεστοκονίαμα και ισχυρή περίδεση που απαιτείται σε τέτοιες περιπτώσεις. Είχε μάλιστα πέσει δύο φορές απ’ τον τρίποδα, αλλά ο τραυματισμός της ήταν μάλλον επιπόλαιος. Θεώρησε πως ήταν κακός οιωνός και προμήνυμα πως κάτι κακό θα της συμβεί.
Σήμερα δε θα πήγαινε για δουλειά. Ο καιρός δεν το επέτρεπε άλλωστε. Θα φρόντιζε για τη συντήρηση της τροφής και θα τελείωνε με το εργόχειρό της. Ωστόσο τα νέα, δεν ήταν καθόλου ευχάριστα από το μέτωπο. Οι Αθηναίοι είχαν περιοριστεί εντός των τειχών και η πολιορκία είχε στενέψει. Δεν έμπαιναν τρόφιμα από τους αγρούς και η πείνα είχε κάνει την εμφάνισή της στα περισσότερα σπίτια. Εκείνη ευτυχώς είχε φροντίσει να αποθηκεύσει μεγάλες ποσότητες ξηράς τροφής και παξιμάδια καμωμένα με κριθάρι και μέλι. Όλα όμως αυτά ήταν για τον αγαπημένο της, εκείνη δεν έπρεπε να τα πειράξει, παρά μονάχα να βρει τρόπο να του τα στείλει στο μέτωπο. Προσφέρθηκε κάποιος ηλικιωμένος γέροντας να τα μεταφέρει στο μέτωπο της Δεκέλειας όπου πολεμούσε ο αγαπημένος της, όμως δεν ήταν σίγουρη ότι έφτασαν στον προορισμό τους.
Η έξοδος της από τα τείχη της πόλης τώρα είχε γίνει πολύ δύσκολη και δυστυχώς δεν είχε άλλους τρόπους βιοπορισμού. Συνέχισε λοιπόν να πηγαίνει στα μεσόγεια ακόμη και με κίνδυνο της ίδιας της ζωής της. Η τροφή τώρα είχε αποκτήσει τρομακτική αξία, καθώς ήταν σπάνια ακόμη και για τις πιο εύπορες οικογένειες των Αθηνών. Η ίδια υποσιτίζονταν κι είχε θέσει ως σκοπό της ζωής της, την επιστροφή του συζύγου. Τα νέα δεν ήταν καθόλου ευχάριστα για την Αθήνα, αλλά κι οι οιωνοσκοπίες καθώς μάθαινε δεν ήταν ευχάριστες. Εκείνη την βασάνιζαν άσχημα όνειρα και πολλές φορές γινόταν εφιάλτες το βράδυ. Γι’ αυτό ανησύχησε περισσότερο κι όχι για τη βροχή και τη διαρροή της σκεπής. Δεν έκανε λάθος. Οι οιωνοί ήταν ολοφάνεροι. Η πόρτα χτύπησε δυνατά και δύο άντρες φώναζαν τ’ όνομά της. Ανοίγει την πόρτα και βλέπει τον σύζυγό της, να τον κουβαλάνε δυο άντρες και το αίμα να τρέχει ποτάμι. Ανησύχησε. Έβγαλε φωνή μεγάλη και με κλάματα αγκάλιασε τον Δεινοκράτη που τόσο της έλειπε.
-Έγώ θα σε φροντίζω φώναζε. Να μην ανησυχείς για τίποτα και οι λυγμοί συνεχίστηκαν με μεγαλύτερη ένταση.
Φίλεψε με παξιμάδια τους στρατιώτες και τους ρώτησε για τον πόλεμο.
-Είναι δύσκολα στο μέτωπο Μύρτιλα, είπε ένας στρατιώτης. Μπορεί ο άντρας σου να ‘ναι και τυχερός που έχασε το πόδι του και απαλλάχτηκε απ’ αυτό το κολαστήριο του πολέμου. Οι Σπαρτιάτες είναι γεμάτοι πανουργία και μίσος. Τους αντιμετωπίζουμε με τον καλύτερο τρόπο, όμως αυτός ο αποκλεισμός που μας κάνουν τώρα στα τρόφιμα θα μας τσακίσει. Πεινάμε και δυστυχώς πεινάει ο περισσότερος κόσμος στην πόλη μας. Η πείνα θα μας τσακίσει. Μακάρι ν’ αντέξουμε. Η Μύρτιλα τότε τους έβαλε μερικές σταφίδες και σύκα για το δρόμο και τους ευχαρίστησε ξανά. Έφερε κρασί από το υπόγειο κι έπλυνε μ’ αυτό τον άντρα της, προσπαθώντας να του γιατροπορεύσει τις πληγές. Άλλαξε τους επιδέσμους και τοποθέτησε καινούρια πανιά στο κομμένο του πόδι. Στη συνέχεια τον πέρασε με ροδόνερο κι αρωματικά που ‘χε συνάξει σ’ ένα μυροδοχείο. Ο άντρας πονούσε, ωστόσο αισθάνθηκε μεγάλη ανακούφιση, απ’ τις περιποιήσεις της αγαπημένης του.
-Σ’ ευχαριστώ ψιθύρισε και να ξέρεις ότι θα σ’ αγαπώ για πάντα.
Η Μύρτιλα βούρκωσε. Δεκαοχτάχρονο κορίτσι που μόλις γνώρισε τον έρωτα, στα χέρια αυτού του λαμπρού ανθρώπου και τώρα κινδυνεύει να χάσει τα πάντα. Σύζυγο, έρωτα και αξιοπρεπή διαβίωση. Δε βγήκε απ’ το σπίτι της κι ασχολήθηκε με τις περιποιήσεις του συζύγου.
Κοίταξε προς το δρόμο. Η κατάσταση ήταν πολύ ανησυχητική. Άνθρωποι και σκουπίδια κείτονταν δεξιά κι αριστερά του δρόμου νηστικοί κι αποκαμωμένοι από μία φοβερή ασθένεια που την έλεγαν λοιμό. Κάτι είχε ακούσει σε συζητήσεις, όμως ποτέ της δεν περίμενε αυτό το θανατικό. Ευτυχώς ο άντρας της ζούσε έστω και με ένα πόδι. Αυτή θα τον συντηρούσε. Θα μάζευε σύκα λουλούδια προϊόντα διάφορα και θα τα πουλούσε. Τον αγαπούσε κι ήταν χαρούμενη που γύρισε έστω και με κομμένο το πόδι του. Εκείνος δεν μιλούσε πολύ, είχε χάσει πολύ αίμα, με κάθε τρόπο της έδειχνε την ευχαρίστηση και την αγάπη του. Εκείνη τον φιλούσε και του έδειχνε με κάθε τρόπο την αφοσίωσή της.
-Ότι και να γίνει εγώ θα είμαι πάντα μαζί σου του είπε.
Ο Δεινοκράτης αισθάνθηκε τυχερός, που γύρισε ζωντανός από τον πόλεμο, και που είχε παντρευτεί αυτή την εξαιρετική σύζυγο. Μακάριζε τον εαυτό του για την τύχη του και χαμογελούσε παρά τους πόνους που τον ταλαιπωρούσαν. Μα τα πράγματα δεν πήγαν καλά για τον Δεινοκράτη. Δυστυχώς ένα άλλο τραύμα του δημιούργησε εσωτερική αιμορραγία και ο νέος χάθηκε. Η Μύρτιλα κατάρρευσε. Περιποιήθηκε το νεκρό. Τον στόλισε με τα πιο ακριβά κτερίσματα και ετοίμασε τα πάντα για την κηδεία. Μαζί της έκλαιγαν και άλλες Αθηναίες, όχι μονάχα για τον άτυχο Δεινοκράτη, αλλά κυρίως για τα δεινά που βρήκαν την πόλη τους. Ο Θάνατος ήταν καθημερινός όχι τόσο για τους στρατιώτες , αλλά κυρίως για τον άμαχο πληθυσμό, που πέθαινε αδύναμος στους δρόμους από την πείνα και τις ασθένειες. Ο πόλεμος έπρεπε με κάθε τρόπο να τελειώσει. Όμως τις αποφάσεις τις παίρνουν οι πολιτικοί κι ο λαός βέβαια που τώρα έλειπε στο μέτωπο.
Αυτά έλεγαν οι γυναίκες και τραβούσαν τα μαλλιά τους για το κακό που τις βρήκε. Οι περισσότερες ήταν νηστικές. Δεν είχαν γευματίσει την τελευταία βδομάδα. Τότε η Μύρτιλα έβγαλε όλα τα αποξηραμένα φρούτα και τα παξιμάδια και άρχιζε να τα μοιράζει στο πεινασμένο πλήθος.
-Εσύ τι κράτησες για τον εαυτό σου; της είπε μία ηλικιωμένη. Πώς θα πορευθείς;
Πήρα αυτό που χρειάζομε είπε η Μύρτιλα
Πήρε μονάχα ένα σύκο το απίθωσε σ’ ένα μικρό πιατάκι κι έφυγε για το κελάρι.
Αργά και βασανιστικά δοκίμαζε το σύκο, σαν κάτι να την εμπόδιζε. Τελικά τα κατάφερε.
-Επιτέλους της είπε η Ευτέρπη, τελείωσες με το σύκο
-Επιτέλους ξαναείπε η Μύρτιλα απαλλάχτηκα.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της και το δηλητηριασμένο σύκο είχε ήδη ολοκληρώσει το έργο του. Νεκρή κι η Μύρτιλα δίπλα στο κρεβάτι της κλίνης μαζί με τον αγαπημένο της σύζυγο. Αυτούς που χώρισε ο πόλεμος, θα τους ενώνει για πάντα η αγάπη και το μεγαλείο της Ελπίζουμε στο βασίλειο του Άδη να ζήσουν αυτά που δεν μπόρεσαν να ζήσουν στο ανθρώπινο βασίλειο εξ αιτίας του πολέμου.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ