Μύριζε παντού καμένο και οι στάχτες έμπαιναν στα ρουθούνια μας. Έπνιγαν την ανάσα. Η δυσοσμία παντού ίδια. Γύρναγες απέναντι να αλλάξεις παραστάσεις, μα όσο έβλεπε το μάτι σου, ήταν γκρίζο και σταχτωμένο. Μόνο δύο κτίρια είχαν γλιτώσει από την ανελέητη τούτη καταστροφή. Είχε όμως γλυτώσει και το μοναστήρι του Αγίου Γεωργίου, όπου χθες έγιναν τιτάνιες μάχες με τη φωτιά. Κατόρθωσε τελικά να σωθεί από τις πύρινες φλόγες που είχαν κατασπαράξει το νησί μας.
Όλοι οι κάτοικοι είχαμε βοηθήσει χθες το βράδυ. Οι καλόγεροι του μοναστηριού ανασήκωσαν τα μανίκια τους και με κουβάδες και λάστιχα έμπαιναν πρώτοι στις επάλξεις να σταματήσουν την πυρά, να γλιτώσει το μοναστήρι που έστεκε όρθιο απ’ τον 15ο αιώνα. Να σωθούν τα κειμήλια κι οι περίφημοι θησαυροί της ορθοδοξίας που είχε γίνει για τους σεβάσμιους γέροντες στόχος της ζωής τους.
Δεν είχαμε νερό, όμως έτρεξαν οι χωρικοί στις στέρνες και τα υδραγωγεία της περιοχής και με κουβάδες έκαναν αγώνα τιτάνιο να περιορίσουν τη φωτιά. Η φωτιά δεν έσβησε. Αποτραβήχτηκε όμως απ’ τον περίβολο του ναού, γύρισε νοτιότερα και συνέχισε το έργο της. Η περιοχή κάηκε ολόκληρη. Το μοναστήρι όμως είχε σωθεί και μαζί σώθηκαν και τα κειμήλια του Ελληνισμού.
Το πρωί επισκεφτήκαμε ξανά το χώρο. Η κατάσταση ήταν απερίγραπτη. Το κεφάλι μας γκρίζο από τις στάχτες κι οι γρανιτένιοι βράχοι κάτασπροι κι αυτοί. Κι όμως, χθες το πρωί, έβλεπες ένα πανέμορφο πευκόδασος εδώ, καταπράσινο, γεμάτο οξυγόνο, γεμάτο ζωή. Άκουγες τις φωνές και τα τιτιβίσματα των πουλιών και έβλεπες τις μέλισσες να τρυγάνε τη γύρη και να περιφέρονται ανάμεσα στα ρείκια και στο μελισσόχορτο. Χθες είδα γεράκια εδώ. Άπλωναν τις φτερούγες τους και συναγωνίζονταν στο πέταγμα. Το γεράκι είναι βοηθός του ανθρώπου στο κυνήγι κι εδώ ο τόπος ιδανικός με πλαγιές απότομες και βραχώδεις.
Έβλεπες τα κοτσύφια και τα τρυγόνια να ξεκουράζονται στα φυλλώματα κι άλλες φορές να πετούνε και να απολαμβάνουν την χαρά της ζωής και της ελευθερίας. Καμιά φορά εμφανίζονταν και αετοί κι έκλεβαν την παράσταση με το αγέρωχο πέταγμά τους.
Ασβεστολιθικές πλάκες κατέβαιναν την πλαγιά κι έβγαιναν μέχρι τη θάλασσα, ντυμένοι με χρώμα του πράσινου πεύκου. Η κάπαρη έφτανε ως τη θάλασσα και στους βράχους κρέμονταν τα κρίταμα και τα υπόλοιπα στολίδια του γκρεμού. Εκεί συναντούσαν τα κύματα και τα ήρεμα νερά, έπαιρναν πράσινο χρώμα και γυάλιζαν στα πεντακάθαρα πετρώματα.
Στην κορυφή του λόφου έβλεπες τα γιγαντιαία δένδρα να στέκουν αγέρωχα και να φυλάνε τον χώρο, ποιος ξέρει πόσους αιώνες. Ξαποστάσαμε πολλές φορές στον ίσκιο τους, νιώσαμε του βοριά την ανάσα, ακουμπήσαμε το χώμα και τον ήλιο. Νιώσαμε το θρόισμα και τραγουδήσαμε μαζί τους τις χαρές της ζωής και τις λύπες.
Τα δένδρα που αγαπήσαμε έχουν τώρα καεί. Σήμερα εξαφανίστηκαν κι όλα τα πετούμενα. Η θάλασσα ταραγμένη σήκωνε τα κύματα της και μας φοβέριζε λες κι ήμασταν εμείς η αιτία της συμφοράς.
Γιατί αυτές οι πυρκαγιές; Φώναζαν τα κύματα και μαστίγωναν με λύσσα το βράχο. Καράβι και ντόπιο πλεούμενο δεν τολμούσε να πλησιάσει κοντά της. Πάντα μετά τις φωτιές οι αέρηδες έχουν την τιμητική τους, τα μελτέμια μαστιγώνανε τη θάλασσα, μα εδώ το παράκανε σήμερα, σου μαστιγώνανε τη σκέψη κι αισθανόσουνα το ταρακούνημα και τον φόβο ολόγυρα.
Έχασαν τους συντρόφους τους κι όταν χάσεις έναν σύντροφο, πονάς, υποφέρεις και βασανίζεσαι. Έχασαν τα υπέροχα δένδρα, που τους έλεγαν κάθε πρωί καλημέρα. Τραγουδούσαν μαζί τους ελεγείες του βοριά και της θάλασσας. Κι όταν φυσούσε άγριος ο αγέρας, εκείνα σταματούσαν την ορμή του, τον μαλάκωναν και τον έκαναν τραγούδι. Όταν το καλοκαίρι ο ήλιος πύρωνε το νησί μας, εκείνα έστελναν τη δροσιά τους και την υπέροχη αύρα.
Καθώς προχωρούσαμε, έβλεπες μες στις στάχτες τις αιωνόβιες ελιές που είχαν ζήσει χιλιάδες χρόνια, να παραδίδονται στην καταστροφή και τον όλεθρο. Οι ρίζες τους ήταν καμένες και είχαν πεταχτεί προς τα έξω, ενώ ο κορμός τους είχε γονατίσει κι ήταν έτοιμος να μπει μέσα στη γη, λες κι είχε παραδεχθεί το τέλος του. Η ήττα των δένδρων είχε συντελεστεί. Η ζωή τους είχε τελειώσει. Πετάχτηκαν οι ρίζες έξω απ’ το χώμα και μούντζωναν την καταχνιά και τη μοίρα. Κι ο κορμός είχε γονατίσει έτοιμος μπει στο χώμα και να αποχαιρετήσει τη ζωή.
Ο πυρακτωμένος τόπος μάς αγρίεψε. Τα τοπία μαυροφορεμένα. Όπου τα ακούμπαγες μαύριζαν τα χέρια σου, το πρόσωπο και τα ρούχα. Άνεμος άγριος περνούσε με ευκολία μέσα απ’ τα καμένα και σχεδόν μας φοβέριζε και μας απειλούσε. Παντού σιωπή και καμένα. Που και που περνούσε κανένα αυτοκίνητο για να συνειδητοποιήσει, όπως κι εμείς, το μέγεθος της καταστροφής. Κοιταζόμασταν στα μάτια και δε μιλούσαμε. Η απέραντη τούτη σιωπή τα έλεγε όλα. Σταματάγαμε κάπου – κάπου να βεβαιωθούμε, μην τυχόν και μας γελούν οι αισθήσεις μας. Μα αγγίζαμε το μαύρο και μας έπνιγε. Όλες μας οι αισθήσεις σε εγρήγορση.
Ο ήχος κούφιος και η σιωπή παντού. Η καταστροφή ήταν ολοσχερής. Το χώμα σταχτί και βουβό. Ακουμπάγαμε το χώμα πυρακτωμένο. Τα δένδρα νεκρά. Καμίνι ο τόπος και η λειψυδρία ολοφάνερη. Ένα κρώξιμο πουλιού μας προσγείωσε. Κοιτάξαμε προς τα πάνω κι είδαμε τον ουρανό μουντό και κρύο κι ένα μοναχικό πουλί να τριγυρνάει. Τι ήθελε τρομάρα του στον πυρπολημένο τόπο;
Κάθισε πάνω στο δένδρο. Έβγαλε σε λίγο ένα κρώξιμο και μετά ένα δυνατότερο. Ψάχνει για τόπο που θα χτίσει τη φωλιά του σκέφτηκα. Αργά ή γρήγορα η ζωή θα συνεχιστεί. Μα που θα βρει νερό και τι θα τρώει που όλα εδώ είναι καμένα; Kαι πως θα ζήσει δίχως ταίρι και χωρίς νερό; Χαμογέλασα και περίμενα.
Το πουλί έκανε ακόμα μια βόλτα και σε λίγο ξαναγύρισε. Αυτή τη φορά δεν ακούστηκαν κρωξίματα μα κάποιος δυνατός ξερός ήχος. Η ζωή θα νικήσει σκέφτηκα και κοίταξα μήπως βρήκε το ταίρι του. Εκείνο έσκαβε μόνο του με το ράμφος, ανακάτευε κάτι ξερόκλαδα και κάθε τόσο έκανε μια μικρή βόλτα στα καμένα και ξαναγύριζε.
«Να υπάρχουν άραγε κάμπιες; Να υπάρχουν άραγε σκουλήκια;» σκέφτηκα «ή κάτι που θα του εξασφάλισε την τροφή;»
Κάτι τέτοιο όμως ήταν αδύνατον. Τα σκουλήκια απαιτούν υγρό έδαφος και εδώ το έδαφος ήταν πυρακτωμένο. Ζωικός οργανισμός αμφιβάλλω αν έμεινε ζωντανός για να ενταχθεί στην τροφική αλυσίδα.
Ο θόρυβος ξανακούστηκε στα ξερόκλαδα και ήθελα κι εγώ να δω τι κάνει αυτό το μοναδικό πουλί αυτού του δάσους. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γυρεύει σε τούτα τα ξερόκλαδα, γιατί με υπομονή γυρίζει και ξαναγυρίζει στο ίδιο σημείο.
Σε λίγο έπεσαν κάτω τα ξερόκλαδα και φάνηκε το εσωτερικό τους. Ανάμεσα στα ξερόκλαδα μια φωλιά από χόρτο και μέσα στη φωλιά έστεκαν ακίνητα τρία απανθρακωμένα πουλάκια. Μακάβριο θέαμα και τραγικό για μας και τη μητέρα που έψαχνε τα παιδιά της. Ήταν μαυρισμένα. Τα πούπουλά τους καμένα και το ράμφος τους σε αποσύνθεση. Μισοκαμένα τα ποδαράκια τους, σπασμένα σε τρία σημεία. Έκρωξε τότε η κίσσα θλιμμένα, άνοιξε τις φτερούγες και πέταξε, σαν να ήθελε να σκεπάσει τη συμφορά όλης της γης, αφού δεν πρόλαβε να σκεπάσει τα μωρά της και να τα σώσει από την πρωτοφανή καταστροφή. Σε λίγο σταμάτησε κι η θάλασσα.
Κράτησε ενός λεπτού σιωπή και μετά αγρίεψε και συνέχισε με λύσσα το μουγκρητό της.
-Ποια είναι τα θύματα της πυρκαγιάς; ρώτησα. Απάντηση δεν πήρα και συνέχισε η θάλασσα το σκληρό βουητό της -Αμέτρητα θύματα, ψιθύρισα… και τότε, το πουλί άνοιγε τις φτερούγες και συνέχισε το πέταγμα.
Συνέχισε άραγε να ψάχνει τη ζωή ή μήπως έψαχνε τον θάνατο και τα θύματα που είχε προκαλέσει τούτη η καταραμένη πυρκαγιά;
Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο της Αγγλίας για θεραπεία τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος του νοσοκομείου, αν και μιλάει 13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγρ...
ΤΟ ΝΕΡΟ «Δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές».Μ’ αυτά τα λόγια ο Σεφέρης περιγράφει την στέρηση του λαού μας, Δυστυχώς όμως αυτά τα καταλαβαίνουν μονάχα όσοι στερήθηκαν το νερό κι όσοι αγωνιούν για το Μέλλον. Είναι πολυτιμότερο το νερό, απ’ το χρυσάφι κι απ’ όλα τα καλά της γης και τα ουρανού. Κανένας οργανισμός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νερό ούτε μια μέρα. Λένε πως υπάρχει άφθονο στον πλανήτη μας και πως καλύπτει τα δύο τρίτα της γης, όμως σφάλουν κι η παρουσία του νερού καθημερινά περιορίζεται παρότι είναι απαραίτητη για την συνέχιση της ζωής. Στις φλέβες μας, στο σώμα μας, στο αίμα μας είναι παντού η λέξη «νερό» Η πρώτη ύλη της δημιουργίας του κόσμου, σύμφωνα με τον Θαλή τον Μιλήσιο και το πιο βασικό υλικό για την διατήρηση της ζωής καθώς λένε οι επιστήμονες. Με μια ποδολόγα στο κεφάλι της η μάνα μου κι η γιαγιά μου μετέφεραν κι εκείνες νερό τα παλαιά εκείνα χρόνια. Το ίδιο έκανε και κάθε νοικοκυρά που σέβονταν τ...
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου