Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ

ΠΑΙΔΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ 

Αποτέλεσμα σχολ για παιδικη εργασια

ΠΑΙΔΙΚΗ  ΕΡΓΑΣΙΑ

Γεννήθηκα στην Πενσυλβάνια μες στις στοές. Άλλοι μιλάνε για το Κολοράντο, μα σίγουρος δεν είμαι πια γι’ αυτό. Ούτε με νοιάζει τώρα πια τι λεν οι φήμες.

Στη σκοτεινιά γεννήθηκα, στις φλέβες, στα κατάβαθα της γης, τα χρέη των γονιών μου να πληρώσω. Σπίτι, παιχνίδι, αγκαλιά εγώ δεν γνώρισα, μήτε το φως του ήλιου. Η μάνα μου εργάτρια κι αυτή, ποτέ δεν κοίταξε κατάματα τον ήλιο. Δούλευε γκαστρωμένη δωδεκάωρο και κουβαλούσε πέτρες, χώμα και υλικά στα ορυχεία. Κάθισε σε μια πέτρα και με γέννησε, παρόλα αυτά δεν είδα ακόμα ήλιο. Τώρα μες στις στοές δουλεύουμε διπλά. Τα χρέη ίσως κάποια μέρα πληρωθούνε.

Μες τα λαγούμια της στοάς κάποιοι δεν πρόλαβαν, τους πλάκωσαν τα χώματα κι άλλους η πτώση λίθων. Οι τρεις τους ήτανε παιδιά πεντέμισι-έξι χρόνων. Τους θάψαμε παράταιρα, χωρίς ψαλμό ή κάποια τέλος πάντων μεγαλεία. Αδάκρυτοι μας φύγανε –είχε ομορφιά, για μας ο πόνος-. Στάνλεϋ με βαπτίσανε, σαν τον παππού, εργάτη δεύτερης γενιάς φερμένο, από τις ακτές της μακρινής Γαλλίας.  Θυμάμαι αχνά πολύ το φως του ήλιου. Βλέπουμε πάντα με φακό, μ’ ένα λυχνάρι κι άλλες φορές με ένα σπαρματσέτο.

-Δε βλέπουμε την τύφλα μας καημένε, φώναζαν οι εργάτες διαρκώς. Γκρινιάζανε και λέγανε κουβέντες και βρισιές κι άλλες φορές φοβόντουσαν στις στοές.

Εμείς γινόμασταν ανιχνευτές και φέρναμε στους άλλους τα μαντάτα. Κοιτάζαμε τα χώματα καλά και ψάχναμε γι’ ασήμι ή για χρυσάφι. Σερνόμαστε στις λάσπες. Κολλάγαμε το πρόσωπο στη γη και περνούσαμε μέσα από πολύ μικρά ορύγματα, που μόνο ένας πεντάχρονος μπορούσε να διαπεράσει.  Μας τοποθέτησαν στα πόστα εργασίας των χωμάτων, μας προτιμούσαν στην αποκομιδή. Φορούσαμε γάντια, μαύρες τραγιάσκες μ’ ένα φακό ζωσμένες και φόρμες εργασίας πασπαλισμένες με χώματα.

Όμως μας φώναζαν «καναρίνια». Αυτό δεν μας άρεσε καθόλου. Τα καναρίνια είναι φλύαρα, ωδικά πουλιά. Τι σχέση έχουμε εμείς με εκείνα; Λένε πως τα καναρίνια δεν αντέχουν το μονοξείδιο του άνθρακα. Οι ανθρακωρύχοι τα χρησιμοποιούν για να ελέγχουν την ποιότητα του αέρα.  Όταν ο αέρας μολυνθεί εκείνα δεν αντέχουν και πεθαίνουν.  Έτσι οι ανθρακωρύχοι καταλάβαιναν την μόλυνση κι απομακρύνονταν απ’ το όρυγμα. Μήπως έτσι δεν χάθηκαν τα περισσότερα παιδιά αυτής της ηλικίας;

Γιατί μας στέλνουν άραγε να μπούμε πρώτοι στο καινούριο όρυγμα; Γιατί μερικά παιδιά δεν γυρίζουν ποτέ πίσω στο πόστο τους;

Γιατί δεν τους ξαναείδε ποτέ κανείς; Μήπως ήρθε η ώρα να βγούμε απ’ το όρυγμα;

Μήπως ήρθε η ώρα να ζήσουμε με αξιοπρέπεια στο φως του κόσμου;


Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ