Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

ΚΗΔΕΙΑ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ

Σαν σήμερα, 27 Φεβρουαρίου 1943, ξεψύχησε σ' αυτό το σπίτι ο μεγάλος ποιητής των Ελλήνων και δημιουργός του Ολυμπιακού ύμνου, Κωστής Παλαμάς. Δέκα μέρες νωρίτερα ,σ' αυτό το σπίτι είχε χαθεί η σύζυγος του, κάτι που εκείνος αγνοούσε. Ο Τσάτσος, Ο Άγγελος Σικελιανός με την Εύα, ο Μενέλαος Λουντέμης, ήταν απ' τους πρώτους που έτρεξαν εκεί. Ετοίμασαν το νεκρό, στόλισαν το φέρετρο κι επικόλλησαν φωτογραφίες του ποιητή με ένα κερί, με τη φράση " Ο Ακρίτας είμαι χάροντα" ώστε να ενημερώσουν τον ελληνικό λαό. Έγινε προσπάθεια η κηδεία του να γίνει μυστικά και πίεζαν τον γιό του ποιητή για κάτι τέτοιο. "Σεβαστείτε το πένθος μας. Σεβαστείτε την οικογένειά μας " είπε απευθυνόμενος στους άλλους ποιητές. Ο Λουντέμης δεν άντεξε. Ξέρεις ποιός είναι ο πατέρας σου; του είπε, Ο πατέρας σου έχει για οικογένεια του, όλη την Ελλάδα και θα τιμηθεί όπως πρέπει. Ο Αθηναικός λαός παρακολουθεί συγκλονισμένος τα γεγονότα. Πριν δύο μέρες διαδήλωνε μπροστά στις κάνες των Γερμανών να μην αποσταλούν Έλληνες στα στρατόπεδα της Γερμανίας, και τώρα χάνει ένα απ' τα στηρίγματά του. Ένα ποτάμι ταλαιπωρημένων Ελλήνων κυλούσε αμίλητο και σιωπηλό, συνοδεύοντας τον ποιητή στην τελευταία του κατοικία. Με σφιγμένη καρδιά παρακολουθεί απ' τον επίσκοπο Δαμασκηνό τον τελευταίο αποχαιρετισμό.

"Σ αυτό το φέρετρο ακουμπάει όλη η Ελλάδα
βροντοφωνάζει ο ο Άγγελος Σικελιανός" κι ένα χειροκρότημα ατέλειωτο έκανε τον κόσμο ξεσπασπάσει στον επικήδειο αυτό στίχο. Ο Σικελιανός, ο Μελάς και άλλοι σήκωσαν στους ώμους το φέρετρο. Πίσω ο κόσμος το συνοδεύει, στην Πολιτεία των νεκρών…
Το φέρετρο κατεβαίνει, ο λαός γονατίζει, ο Σικελιανός ρίχνει μια χούφτα χώμα. Ο Μελάς, η Κοτοπούλη, ο Σκίπης, ο Τσάτσος, ο Ελύτης, ο Μυριβήλης τον μιμούνται…και κάποιος όρθιος δειλά , αρχίζει τον εθνικό μας ύμνο... αγνοώντας τους κατακτητές που με σηκωμένες τις κάνες παραφυλάνε … Ψάλλει συγκινημένος το νεκρό και τον ψαλμό αρπάζει αμέσως το σκλαβωμένο πλήθος. Αντηχούν οι ουρανοί! «Και σαν πρώτα αντρειωμένη χαίρε ω χαίρε, ελευτεριά !…Ήταν η πρώτη φορά που ακούστηκε ο Εθνικός μας ύμνος μέσα στην Κατοχική Αθήνα! Δυστυχώς όμως δεν ήταν η μοναδική που ένας νεκρός έδινε κουράγιο και δύναμη στους ζωντανούς να συνεχίσουν τον αγώνα για ελευθερία, αξιοπρέπεια, πολιτισμό. Το σπίτι του ποιητή σήμερα καταρρέει και μαζί του καταρρέουν, οι μνήμες, αξίες, οι ρίζες, ο πολιτισμός μας κι ίσως η αξιοπρέπειά μας!

ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ




69 σχόλια
73 κοινοποιήσεις
Μου αρέσει!
Σχόλιο
Κοινοποίηση

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ