Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι.

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ        

 

Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο  της Αγγλίας για θεραπεία  τραγουδάει:

«Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια

Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα

Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι

Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει»

Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά  άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος  του νοσοκομείου, αν και μιλάει  13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώθηκε στη γαλλική γλώσσα και αργότερα την γερμανική απ’ τον Κλωντ Φωριέλ, καθηγητή φιλολογίας στο πανεπιστήμιο της Σορβόννης. Ο Μανούσης αντέγραψε την συλλογή και την έστειλε στον Κοραή. Ο Γκαίτε ενημερώνεται για τα τραγούδια αυτά και θεωρεί τα κλέφτικα αφηγηματικά τραγούδια ως «χείμαρροι αφρισμένοι, εκρέοντάς όχι από ανθρώπινα χείλη, αλλά από τους βράχους της Οίτης και του Ολύμπου». Είναι γνώστης αυτής της συλλογής, τους ενθαρρύνει για την έκδοση και την προώθηση των έργων. Το 1815 ο Γκαίτε καλεί την πνευματική διανόηση στο Βισμπάντεν, να τους μιλήσει για το δημοτικό τραγούδι.  Έχει καλέσει  και τους μεγάλους ζωγράφους της εποχής και αυτό έχει το σκοπό του.

 - «Θα ήμουν ευτυχισμένος αν μπορούσα να γράψω τέσσερις στίχους σαν αυτούς» αναφωνεί. «Το έργο μου δεν μπορεί να συγκριθεί ούτε με ένα απ’ αυτά τα τραγούδια. Το δημοτικό τραγούδι των Ελλήνων είναι τόσο δραματικό και επικό αλλά ταυτόχρονα λυρικό και δεν υπάρχει στον κόσμο όμοιό του. Οι εικόνες αυτού του ελληνικού τραγουδιού, είναι εκπληκτικές! Φανταστείτε να βάζει δυο βουνά να μαλώνουν μεταξύ τους! Φανταστείτε έναν αετό να μιλάει με το κομμένο κεφάλι του κλέφτη! Φανταστείτε ένας κλέφτης να λέει να του κόψουν το κεφάλι! για να μην το πάρουν οι Τούρκοι, αλλά και να μην το πουν στην αρραβωνιαστικιά του! Αλλά σας αφήνω τελευταίο και ένα άλλο τραγούδι, το οποίο είναι το κορυφαίο»,  και τους διάβασε - σε μετάφραση στα γερμανικά - το ελληνικό παραδοσιακό μοιρολόι «Ο Χάρος με τους αποθαμένους» ταυτόχρονα ζητά απ’ τους ζωγράφους να αποθανατίσουν αυτές τις στιγμές και να γίνουν οι ρεπόρτερ του ελληνικού αγώνα:

«Γιατ’  είναι μαύρα τα βουνά και στέκουν βουρκωμένα;

Μην άνεμος τα πολεμά; Μήνα βροχή τα δέρνει;

Ούδ΄ άνεμος τα πολεμά κι ούδέ βροχή τα δέρνει.

Μόν’  εδιαβαίνει ο Χάροντας με τους αποθαμένους.

Σέρνει τους νιους από μπροστά, τους γέροντας κατόπι,

τα τρυφερά παιδόπουλα στη σέλλα αραδιασμένα.

Παρακαλούν οι γέροντες, τ’ αγόρια γονατίζουν:

Κόνεψε, Χάρο, σε χωριό, κόνεψε καν σε βρύση,

να πιουν οι γέροντες νερό κι οι νιοι να λιθαρίσουν

και τα μικρά παιδόπουλα να μάσουνε λουλούδια».

«Όχι, χωριά δεν θέλω εγώ, σε βρύσες δεν κονεύω,

έρχονται οι μάνες για νερό, γνωρίζουν τα παιδιά τους,

γνωρίζονται τ΄ αντρόγυνα και χωρισμό δεν έχουν»…

Ο ίδιος ο Φωριέλ, στην εισαγωγή της έκδοσης,  εκφράζει την ευχή του να αποχτήσει το ελληνικό έθνος ανεξαρτησία, για να ξανανθίσουν, οι τέχνες, οι επιστήμες, η φιλοσοφία και η ποίηση. Ας βιαστούν οι Έλληνες να συλλέξουν ότι δεν έχει χαθεί από τα υπέροχα αυτά τραγούδια. Η Ευρώπη θα τους χρωστάει χάρη αν τα διατηρήσουν. Όμως δυστυχώς δεν έχουμε κάνει τίποτα από την εποχή εκείνη παρ’ ότι οι όμιλοι του φιλελληνισμού δημιουργήθηκαν με άξονα το δημοτικό τραγούδι, εφτά χρόνια πριν το ξέσπασμα της επανάστασης. Βρισκόμαστε σήμερα πολύ πίσω, γεγονός που θα πρέπει να μας προβληματίσει ως έθνος και ως κοινωνία. Το δημοτικό τραγούδι αποτελούσε και αποτελεί έναν καθο­ριστικό παράγοντα στη διαμόρφωση της προφορικής λογοτεχνίας και του χαρα­κτήρα της. Ο Σολωμός πρώτος το κατάλαβε και θέλησε μέσα απ’ το ποιητικό του έργο να δώσει αυτά τα χαρακτηριστικά που διαμόρφωσαν την ελληνική φυλή. Έψαξε στα χωριά και τις επαρχίες να βρει αυτές τις αλήθειες κι επιστράτευσε κι εκείνος τον Θοδωρή Μανούση για μια πλήρη καταγραφή. Τούτος ο πολιτισμός διαφυλάχτηκε ατόφιος στους κλέφτικους νταϊφάδες και δεν τον μόλεψε, ούτε χούι Οθωμανού, ούτε δολοπλοκία προκρίτου. Αποτελεί αναμφισβήτητα τη σύνδεσή αυτής της δημιουργίας  με προγενέστερα και τα επόμενα είδη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ένα ακριτικό τραγούδι «τώρα τα πουλιά». Δημιουργήθηκε την εποχή των Ισαύρων κι αποτελεί τα πρώτο ελληνικό τραγούδι. Διαφυλάχτηκε ως παρακαταθήκη μέσα στους κλέφτικους νταϊφάδες, όπου απέχτησε διαχρονικότητα και ταύτιση με τον δικό τους αγώνα. Μ’ αυτό τελειώνει το γλέντι τους και  η συνήθεια αυτή συνεχίζεται μέχρι τις μέρες μας στα γλέντια και της γιορτές της δυτικής Ελλάδας.

Ένας Ακρίτας πολεμάει στα σύνορα της αυτοκρατορίας, πληγώνεται και πεθαίνει. Η γυναίκα του, παίρνει τον νεκρό σύζυγο και του λέει:

«Τώρα τα πουλιά –τώρα τα χελιδόνια

τώρα οι πέρδικες γλυκολαλούν και λένε

ξύπνα αφέντη μου- ξύπνα γλυκιά μου αγάπη

ξύπνα μπέη μου»

με το τελευταίο αυτό άσμα τελειώνουν οι γιορτές στη Δ. Ελλάδα. «…Γιατί πάντα έτσι μελαγχολικά τελειώνει η γιορτή κι εκείνοι απέρχονται» θα συμπλήρωνε ο Καβάφης, χωρίς να αναφέρεται σ’ αυτό. Έχει όμως δώσει, όλο μεγαλείο και την πορεία του ελληνισμού μέσα σ’ αυτόν τον στίχο. Το δημοτικό τραγούδι της Επανάστασης, σκαρώθηκε στα κλέφτικα λημέρια. Εκεί τραγουδήθηκε και εκεί χορεύτηκε. Συνδέθηκε με το παρελθόν και τα ακριτικά τραγούδια, αλλά και την ελληνική ποίηση και μουσική που δημιουργήθηκε μετέπειτα. Το περιεχόμενό του αναφερόταν στον άνδρα –  ήρωα, την γυναίκα, την μάνα, το χωριό του πολεμιστή, την φύση, τον αγώνα για τη λευτεριά, τη νίκη αλλά και το θάνατο του ήρωα, του γιου ή συζύγου… Έδινε  χαρά, δύναμη και κουράγιο σε όσους το άκουγαν και πήγαιναν πολλές φορές τραγουδώντας το, στη μάχη ή τον θάνατο. Και τότε γινόταν πάλι τραγούδι κι έμενε για πάντα στην ψυχή των παλικαριών και στη μνήμη του τόπου. Άλλες φορές μεταφέρονταν σε παραπλήσια μέρη ή αποχτούσε πανελλήνια χαρακτηριστικά. Δεν διαφύλαξαν μόνο την αξιοπρέπεια της ρωμιοσύνης αυτοί οι αγράμματοι ραγιάδες. Φύλαξαν χωρίς να το γνωρίζουν τον ελληνισμό σ’ όλο του το μεγαλείο. «Η εφημερίδα του λαού είναι τα δημοτικά μας τραγούδια» αναφωνεί ο Κολοκοτρώνης κι ο Φωτάκος επισημαίνει: «..Η βροντερή φωνή του Κολοκοτρώνη, τα τραγούδια του και προ πάντων τα παραμύθια του με το φίδι και τον κάβουρα, το κυνήγι λιονταριών, ήταν αυτό που βάσταξε το στρατόπεδο στις δύσκολες μέρες…»Κι ο Κασομούλης συμπληρώνει: «Παύοντας ο δραστήριος πόλεμος, εδιηγείτο ο καθείς τά παράξενα τής συμπλοκής, άλλος εδώ γελούσεν, άλλος εκεί λαλούσεν, άλλος τραγουδούσεν, άλλος χόρευεν καί επειδή οι Τούρκοι ήτον τόσον πλησίον καί τά άκουγαν,  λύσσιαζαν περισσότερον από τήν μανίαν τους. Τόν πληγωμένον τόν έπαιρναν αμέσως πέντε δέκα συντρόφοι του. Tόν συνώδευαν χαιρόμενοι. Η μεγαλυτέρα αισχύνη ήτον νά δακρύση ή νά κλάυση ή νά παραπονεθή ο πληγωμένος ή νά ειπή άχ, τόν πονεί. Ύβριζαν οι πληγωμένοι, διότι δέν ήτον εις κατάστασιν νά πάρουν τό δίκαιόν τους και παράγγελναν τούς άλλους νά τό πάρουν. Άν εφονεύετο κανένας, άκουγεν όλους:

- "Γάμος χωρίς σφαχτά δέν γίνεται!..."»

Αυτή η κατάσταση περιγράφεται για το Μεσολόγγι καθώς το τραγούδι κι ο χορός ήταν μέρος αυτής της τελετής. Μιας γιορτής που είχε πολλές φορές ένα φοβερό τέλος. Όλοι αυτοί ήξεραν να περιφρονούν το θάνατο, και τις μικρότητες. Ήξεραν να χορεύουν τον χάροντα, όπως έκαναν κάποτε στο Ζάλογγο οι γερακίνες της λευτεριάς με το χορό του θανάτου.
«Στη στεριά δεν ζει το ψάρι, ούτε ανθός στην αμμουδιά
 κι οι Σουλιώτισσες δεν ζούνε δίχως την ελευθεριά
Έχετε γεια βρυσούλες λόγγοι βουνά ραχούλες..»

Δεν ξέρω γιατί αλλά στη χώρα μας οι λέξεις χαρά-χορός-χάρος έχουν την ίδια ρίζα. Με χαρά πηγαίνει κάποιος στο χορό με χαρά και στον χάροντα.

Δεν ήταν το δημοτικό τραγούδι απλά μια εκδήλωση της στιγμής αλλά μέρος της ζωής και της ιστορίας τους. Ίσως το πιο σημαντικό, όπου η λογική έδενε με το ήθος και την παράδοση αιώνων. Έπλαθαν μ’ αυτό τον τρόπο ιδέες, σκέψεις συμπεριφορές και κώδικες τιμής, την επικοινωνία με τους προγόνους…έπλαθαν το «ομότροπο» του ελληνισμού για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που ο Ηρόδοτος θεωρεί ως ένα από τα τέσσερα χαρακτηριστικά που συνθέτουν το έθνος. Με την επικοινωνία αυτή ίσως στοχεύουν σε διάλογο με τις επόμενες γενιές, αν αυτές βέβαια εκείνες επιθυμούν να συνεχίσουν τα πατήματα του δικού τους χορού…

Η επαφή με το τραγούδι συνιστούσε ταυτόχρονα τη γνωριμία με τη γλώσσα, τις συμπεριφορές των άλλων ανθρώπων, τα άψυχα και έμψυχα στοιχεία της φύσης. Πολλές φορές αποτελούσε το προφορικό τους βιβλίο που με αφηγηματικό ή αλληγορικό τρόπο, δίνει την πρώτη γνώση μέσα από τα γεγονότα που περιγράφονται στο τραγούδι και την αφήγηση. Ας μην υποτιμούμε την πνευματικότητα της παράδοσης και τις αισθητικές αξίες. Σ αυτό το σχολείο μορφώθηκε ο Μακρυγιάννης και έδωσε αξιόλογα δείγματα λογοτεχνίας. Σ’ αυτό το σχολείο μορφώθηκαν τα χιλιάδες ελληνόπουλα. Έπαιρναν ως πρώτη μαγιά τον Ερωτόκριτο, του γεφυριού της Άρτας, το προφορικό τραγούδι και μέσα σ’ αυτό το κλίμα, έβαλαν τη δική τους σφραγίδα και τη δική τους δημιουργία. Έβαλαν πολύ ψηλά τον πήχη, γιατί είναι υψηλός ο κόσμος των ιδεών και των αξιών που αναπτύσσονται στον κόσμο της προφορικής μας παράδοσης.

 Οι Δεκεμβριστές της Αγίας Πετρούπολης, είχαν εντοπίσει αυτόν τον ακατέργαστο ψυχισμό και την υψηλή πνευματικότητα και ρίχτηκαν με πάθος στη μελέτη και την μετάφραση αυτών των τραγουδιών. Κρίκος διαμεσολαβητής και εμψυχωτής ο Ρήγας Φεραίος που συγκεντρώσει ένα αξιόλογο αρχείο τραγουδιών με στόχο να εκδοθούν και να μεταφραστούν σε πολλές γλώσσες. Δυστυχώς δεν πρόλαβε. Πρόλαβε όμως να μας αφήσει ένα εξαιρετικό δημιούργημα που ο ίδιος συνέθεσε το 1798 και τραγουδιόταν στους επαναστατικούς κύκλους της Ευρώπης σε κάθε συνάντηση με τον Βελεστινλή.

«Ως πότε παλληκάρια, θα ζούμε στα στενά

Μονάχοι σαν λιοντάρια, στες ράχες στα βουνά;

Κάλλιο είναι μιας ώρας ελεύθερη ζωή

Παρά σαράντα χρόνους, σκλαβιά και φυλακή…»

«Παιδιά, όποιος θέλει να με ακολουθήσει στον πόλεμο, ας πιαστεί στο χορό», λέγεται ότι είπε ο Οδυσσέας, και άρχισε να τραγουδάει το γνωστό κλέφτικο τραγούδι «Κάτω στου βάλτου τα χωριά Ξηρόμερο και Άγραφα

Εκεί είν’ οι κλέφτες οι πολλοί που δεν φοβούνται τον Αλή».

Στο χορό αυτό πιάστηκαν τα πιο διαλεχτά παλικάρια των Ελλήνων όπως ο Γκούρας, ο Παπανδριάς, ο Τσόγκας, ο Αναστάσιος Μάρος, ο Αγγελής, σύνολο 118 οπλοφόροι, ενώ οι υπόλοιποι οχυρώθηκαν. Χορεύοντας τον πυρρίχιο χορό, γύρω από μια μεγάλη βελανιδιά, φωνάζοντας και τραγουδώντας κλείστηκαν στο πανδοχείο και ξεκίνησαν να το οργανώνουν αμυντικά. Έχτισαν με πέτρες τις πόρτες και τα παράθυρα του και άνοιξαν τρύπες για να μπορούν να πυροβολούν, ενώ ο έφορος των Σαλώνων Αναγνώστης Κεχαγιάς, μόλις που πρόλαβε να τους μεταφέρει πολεμοφόδια, καθώς οι Τούρκοι πλησίαζαν. Τους είπανε τρελούς κι ότι θα πέθαιναν χωρίς ελπίδα, όμως έτσι σταμάτησαν τα Τουρκικά στρατεύματα του Ομέρ Βρυώνη που άγγιζαν τις 8000 άντρες. Εμπόδισαν την αποστολή τροφοδοσίας στους Τούρκους της Πελοποννήσου και έσωσαν μ’ αυτό τον τρόπο την επανάσταση…

Ήταν 8 Μαΐου 1821. Σπ. Τρικούπης.

 Οι επινοήσεις και οι διασυνδέσεις με ιστορικά στοιχεία της προφορικής παράδοσης είναι συνήθως αληθινές, μερικές όμως φορές παίρνουν υπερφυσικές διαστάσεις. Πράγμα άλλωστε συνηθισμένο σε κάθε ποιητικό δημιούργημα. Η εκφορά του λόγου δημιουργεί συναισθηματική φόρτιση άμεσα συνδεδεμένη με τον τόπο, το χρόνο και τα πρόσωπα.

Με το κλέφτικο τραγούδι ενισχυόταν το ιδεολόγημα της διαρκούς αντίστασης στην καταπίεση που ασκούσαν όλοι οι πιθανοί φορείς τοπικής και συλλογικής εξουσίας. Η επανάσταση  άλλωστε αποτελεί το απέραντο «πανηγύρι των καταπιεσμένων» - είναι η σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι. (Β.Ι. Λένιν).

Οι Έλληνες δεν έπαψαν ούτε μία στιγμή να επαναστατούν και να εξεγείρονται κατά των Οθωμανών, από την Άλωση της Πόλεως και μετά. Μόνον που αυτές οι επαναστάσεις ήταν τοπικές και ανοργάνωτες. Δυστυχώς δεν υπήρχαν οι γραμματικοί και οι καλαμαράδες να διασώσουν τα γεγονότα. Όσα λοιπόν αποσιώπησε η ιστορία,  το ανέλαβε το δημοτικό μας τραγούδι. Ήταν εκείνο το μέσον, που διαφύλαξε ως κόρην οφθαλμού τις μάχες και τις ανδραγαθίες των Ελλήνων, που η επίσημη κι η ιστορία αποσιώπησαν. Αλλά δεν αποσιώπησε ο λαός. Οι πολεμιστές  μετέφεραν μαζί με το καριοφίλι τους, τραγούδια που αγαπούσαν και τραγουδούσαν στα λημέρια τους. Μετέφεραν ό,τι ενθυμούντο κι όπως τα ενθυμούντο. Στην προσπάθειά τους να τα αποδώσουν στην απλούστερη μορφή προσέθεταν και αφαιρούσαν λέξεις, χωρίς να πειράξουν τα θεμέλια που αποτελούσαν την κεντρική ιδέα, τα κλειδιά πάνω στα οποία δομήθηκε η εξιστόρηση της αφήγησης.

Οι παρακάτω λυπητεροί στίχοι ενός δημοτικού τραγουδιού (14ου αιώνα), με το οποίο ο λαός ιστόρησε τις αλλεπάλληλες αλώσεις της πρώτης κατακτημένης πόλης, της Ανδριανού πόλης, στα 1205 και μας περιγράφουν γλαφυρότητα την εποχή και τη ζωή των υπόδουλων Ελλήνων. Αποτελεί ουσιαστικά και το πρώτο τραγούδι αυτής της κατηγορίας.

 «Τ' αηδόνια της Ανατολής και τα πουλιά της Δύσης

κλαίγουν αργά, κλαίγουν ταχιά, κλαίγουν το μεσημέρι,

κλαίγουν την Αντριανούπολη την πολυκρουσεμένη,

οπού τήνε κρουσέψανε τις τρεις γιορτές του χρόνου (...)».

Η «τοιχογραφία» της μακραίωνης σκλαβιάς του ελληνικού λαού και των μακρόχρονων απελευθερωτικών αγώνων του, περνάει μέσα από εκατοντάδες τέτοια γεγονότα και μας δίδεται με σαφήνεια η ανθρωπογεωγραφία και ο ψυχισμός των ανθρώπων του χώρου και του χρόνου. Μια τέτοια σχέση αλλά προδοτική περιγράφεται και στο παρακάτω κείμενο, όπου το 1753 ο πρόκριτος του Ξηρομέρου Μαυρομάτης με τον μουσελίνη της Άρτας, προσπαθούν με δόλο να συλλάβουν τον Χρήστο Μηλιώνη, ο οποίος επαναστάτησε και συνέλαβε αιχμάλωτο τον καδή της Άρτας και δύο αγάδες. Εκτελεστής της αποστολής ορίζεται ο Σουλεϊμάνης φίλος του Μηλιώνη απ’ τα γεννοφάσκια του. Έφαγαν μαζί το βράδυ, τραγούδησαν κι εκεί άλλαξε γνώμη (βλέπετε το τραγούδι έχει μεγάλη δύναμη). Έτσι δεν χτύπησε πισώπλατα τον φίλο του, παρά μονομάχησαν και χάθηκαν κι οι δύο ... Όπως ακριβώς το περιγράφει ο Παπαδιαμάντης στο ομώνυμο διήγημα.

 «….Παρασκευή ξημέρωσε, ποτέ να μη είχε φέξη!

κί' ο Σουλεϊμάνης στάλθηκε να πάγη να τον εύρη.

'Στον Αρμυρό τον έφτασε κι' ως φίλοι φιληθήκαν.

Ολονυχτίς επίνανε όσο να ξημερώση.

Και όταν έφεξε η αυγή πέρασαν 'ς τα λημέρια.

Κι' ο Σουλεϊμάνης φώναξε του καπετάν Μηλιόνη,

"Χρήστο, σε θέλει ο βασιλιάς, σε θέλουν κ' οι αγάδες.

-Όσο 'ν' ο Χρήστος ζωντανός Τούρκους δεν προσκυνάει."

Με το τουφέκι τρέξανε ο ένας να φάη τον άλλο.

Φωτιάν εδώσαν 'ς τη φωτιά, κ’ έπεσαν εις τον τόπο».

Το κείμενο που ακολουθεί, αναφέρεται στον Νίκο Τσάρα, ο οποίος μετά τη δολοφονία του πατέρα του, αναλαμβάνει καταδρομικές αποβάσεις και παρενοχλεί γύρω στο 1807 τους Τούρκους της Μακεδονίας και τον Αλή πασά. Κατά την κάθοδό του σε μακεδονική παραλία του επετέθησαν τέσσερις χιλιάδες Τούρκοι, Αλβανοί και Κονιάροι. Μετά από τριήμερη μάχη, αφού του εξαντλήθηκαν τα πολεμοφόδια, διέσχισε δι' εφόδου  τις εχθρικές φάλαγγες και κατευθύνθηκε προς την γέφυρα του Πράβι, για να διαπεράσει τον Στρυμόνα κόβοντας τις αλυσίδες της γέφυρας, χάνοντας όμως το μεγαλύτερο στράτευμα.

«Τι έχουν της Ζίχνας τα βουνά και στέκουν μαραμένα;

Μήνα χαλάζι τα βαρεί, μήνα βαρύς χειμώνας;

Ουδέ χαλάζι τα βαρεί, ουδέ βαρύς χειμώνας,

ο Νικοτσάρας πολεμάει, με τρία βιλαέτια,

τη Ζίχνα και το Χάντακα, το έρημο το Πράβι.

Τρεις μέρες κάνει πόλεμο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες,

χωρίς ψωμί, χωρίς νερό, χωρίς να κλείσει μάτι.

Χιόνι έτρωγαν, χιόνι έπιναν και τη φωτιά βαστούσαν.

Τα παλληκάρια φώναξε 'ς τοις τέσσερες ο Νίκος.

"Ακούστε, παλληκάρια μου, λίγα κι’ αντρειωμένα,

βάλτε τσελίκι 'ς την καρδιά και σίδερο 'ς τα πόδια,

κι’ αφήστε τα τουφέκια σας και βγάλτε τα σπαθιά σας,

γιρούσι για να κάμωμε να φτάσωμε το Πράβι."

Το δρόμο πήραν σύνταχα κ' έφτασαν 'ς το γιοφύρι,

ο Νίκος με το δαμασκί την άλυσό του κόφτει,

φεύγουν οι Τούρκοι σαν τραγιά, πίσω το Πράβι αφήνουν».

Σπουδαία δράση κατά την προεπαναστατική περίοδο, αναπτύχθηκε στη Δ. Στερεά Ελλάδα από τον Κατσαντώνη, ο οποίος δεν δέχτηκε ποτέ να γίνει αρματολός και στις πολεμικές αναμετρήσεις, έχοντας πολυάριθμα στρατεύματα και τον Καραϊσκάκη υπαρχηγό του, σκότωσε την ηγεσία των δυνάμεων του Αλή πασά(Βεληγκέκα). Ενώ ο Καποδίστριας στη σύναξη της Λευκάδας (1807)του ανάθεσε την αρχηγία των κλεφτών. Στα τραγούδια τους περιγράφεται η ζωή των κλεφτών του Ασπροποτάμου και ξεχωρίζουν για το μεγαλείο τους. «οι κλέφτες εξουρίζονταν, κι είχαν μαχαίρια μαλαματένια οι κλέφτες πω! πω! οι κλέφτες..» Η σύλληψή του έγινε σε μια σπηλιά στην Ευρυτανία καθώς ήταν χτυπημένος από την ανεμοβλογιά. Τελευταία του επιθυμία να χαιρετίσει τα βουνά. «Τζουμέρκα μου περήφανα, γιατί είστε λυπημένα; Τον Κατσαντώνη χάσαμε στα Γιάννενα τον πάνε/ κι εκεί τον ε κρεμάσανε και κλαίμε το χαμό του.» Το πιο συγκινητικό είναι ο θάνατός του ημέρα της Λαμπρής στα Γιάννενα. Αφού τον κρέμασαν ζωντανό, του έσπασαν ένα- ένα τα οστά κι εκείνος είχε ως μοναδική του έγνοια να μην βγάλει ένα ωχ και δώσει χαρά στους εχθρούς του, πράγμα που αποδίδεται εξαιρετικά από τον Αριστοτέλη Βαλαωρίτη στο καλύτερο ίσως δημιούργημα του.      

«…Ο Γιώργος σαν κ’ εδάκρυσε για το γλυκό του αδέρφι.

Του Κατσαντώνη μια ματιά, κ’ εστέρεψε το δάκρυ.

Κι εκεί που διηγούντανε τονα τ’ αδέρφι στ’ άλλο

τα περασμένα νιάτα τους, την κρύα τη βρυσούλα,

το φόβο του Αλήπασα, του Γκέκα τη λαχτάρα,

έξαφν’ αστράφτ’ ένα σπαθί και γέρν’ ένα κεφάλι:

«Χριστός ανέστη, πλάκωσα!» φωνάζ’ ο Κατσαντώνης

κι ένα φιλί, στερνό φιλί από μακρά τού ρίχνει.

Μες στα κλαριά του πλάτανου, μες στα χλωρά τα φύλλα

σα νάταν στο λημέρι της, εκρύφτηκ’ η ψυχή του,

κι εκύτταζε τον αδερφό που τόνε μαρτυρεύουν.

Δυο γύφτοι τον εστρώσανε δεμένονε στ’ αμόνι

κι αρχίσανε με το σφυρί να τόνε πελεκάνε.

Σκλήθραις πετάν τα κόκαλα, σκορπάνε τα μελούδια·

νεύρα, κομμένα κρέατα σέρνονται σαν ξεσκλίδια,

και κειος τηράει τον ουρανό και γλυκοτραγουδάει:

Χτυπάτε, πελεκάτε με  σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας, φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Μιαν ώρα πελεκούσανε, τα χέρια τους δειλιάζαν,

γύφτοι βαρεθήκανε και το λαιμό του κόβουν.

Ανοιγοκλούσ’ ο λάρυγγας, μαύρο πετά το γαίμα

και μες στον κόκκινό του αφρό, μες στη βραχνή γαργάρα

μισοκομμέν’ ακούονται του τραγουδιού τα λόγια:

  Χτυπάτε, πελεκάτε με· σκυλιά, τον Κατσαντώνη

δεν τον τρομάζει Αλήπασας   φωτιά, σφυρί κι αμόνι.

Ο πλάτανος, σαν ένιωσε στη ρίζα του το γαίμα,

αλαίμαργα το ρούφηξε να μη το πιει το χώμα,

κι εστοίχειωσε κι εθέριεψε κι άπλωσε τα κλωνάρια

τόσο χοντρά κι’ ατάραγα και τόσο φουντωμένα,

που τάβλεπ’ ο Αλήπασας τη νύχτα στ’ όνειρό του

κ’ εφώναζε κ’ ελάμπαζε μην έλθ’ εκείν’ η μέρα

που τα κλαριά του πλάτανου την Πόλη θα πλακώσουν»

Η διαλεκτική σχέση των ανθρώπων με την ελληνική φύση, το χώμα, τα βουνά και τα δένδρα είναι έμφυτη και διαχρονική. Είναι ο κόσμος ο μικρός κι ο μέγας κατά τον Ελύτη που σμίλεψε κι έπλασε αυτή τη φυσιογνωμία που από κοινού πολέμησαν τον κατακτητή, «γιατί το χώμα δεν έδεσε ποτέ με την φτέρνα του». 

«Με γέλασαν μια χαραυγή τ' άστρι και το φεγγάρι

και βγήκα νύχτα στα βουνά, ψηλά στα κορφοβούνια

κι ακούω τα πεύκα να βογκούν και τις οξιές να τρίζουν

τα ελάφια όλα να βόσκουνε, τ’ αγρίμια να γριλιώνται…

μη με παίρνεις χάρε μη με παίρνεις, γιατί δε με ξαναφέρνεις…». Στον κλέφτικο νταϊφά υπάρχει πάντα μια ζυγιά (συζυγία μουσικών οργάνων). Κρατάει ρυθμό και μέτρο. Αποτελείτο από τρία όργανα, το νάι, τον ταμπουρά και ένα μεγάλο ντέφι, πολλές φορές η φλογέρα ή η πίπιζα συμπληρώνουν το μοτίβο. Ο νταϊφάς του Κατσαντώνη με δυο συζυγίες οργάνων, μας έδωσε τα ομορφότερα δημοτικά τραγούδια που έχουν μείνει στο διάβα των αιώνων. Ανάλογη βέβαια κι η δράση του. Ο Κατσαντώνης πάντα παρουσιάζεται με έγχορδο. Λαγούτο δε θα τολεγα αλλά είναι κάτι σαν τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη.  Απόγονος της ομηρικής πανδουρίδας, όργανο που ο ίδιος ο Πυθαγόρας έπαιζε με τρεις χορδές διπλές, όπως τα μπουζούκια που φτιάχτηκαν αργότερα. Πολλές φορές τα όργανα τα έκαναν οι ίδιοι οι κλέφτες από ένα καλάμι ή από την πλούσια ξυλεία του δάσους. Μερικές φορές μια  νεροκρέμυδα  ήταν αρκετή να τραγουδήσει και να αποθανατίσει τις όμορφες αλλά και τις δύσκολες στιγμές της ζωής τους.

Το τραγούδι το έλεγε μια φορά ο πρώτος και μετά όλοι μαζί μετά μ’ ένα στόμα. Οι ίδιοι έγραφαν και τους στίχους. Σ’ ένα ρυθμό συγκεκριμένο συμπλήρωναν στίχους που ταίριαζαν στην περίσταση και την μελωδία, αντίθετα με το σήμερα που γράφεται πρώτα ο στίχος και μετά ακολουθεί η μελοποίηση. Με γλαφυρές περιγραφές μέσα σε δύο ημιστίχια μας δίνουν επιγραμματικά την αφήγηση κι όλη την υπόθεση. Στίχοι δωρικοί, ολοζώντανοι, χωρίς καμία υπερβολή. Λιτοί μα με πυκνά νοήματα. Θα νόμιζε κανένας ότι έχει να κάνει με λακωνικούς στίχους της αρχαίας Σπάρτης. Σε μέτρο ιαμβικό ή τροχαϊκό κάνουν ρήμα σπάνια και δένονται συνήθως με ένα ρήμα ή ουσιαστικό παροξύτονο. Ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος δεν έχει να ζηλέψει τίποτα απ’ την ομηρική πλοκή.

«Κι ο Ομέρ Βρυώνης μυστικά στον δρόμο τον ερώτα:

‘’Γίνεσαι Τούρκος Διάκο μου, την πίστη σου ν΄ αλλάξεις,

Να προσκυνήσεις στο τζαμί, την εκκλησία ν΄ αφήσεις;’’

Κ’ εκείνος τ’ αποκρίθηκε και στρίφτει το μουστάκι:

‘’Πάτε κ’ εσείς κ΄ η πίστη σας, μουρτάτες να χαθείτε,

εγώ Γραικός γεννήθηκα Γραικός θε ν΄ αποθάνω…»

Οι κλέφτικες ομάδες γίνονται φρουροί  του ελληνισμού αλλά ταυτόχρονα  και δημιουργοί. Όχι μόνο στη μουσική σύνθεση αλλά και στην παραγωγή στίχου, όπου εξιστορούν τα συμβάντα. Στην παραγωγή στίχου, ξεχώριζε ο Θοδωράκης ο Γρίβας, αλλά στο χορό και τον πόλεμο ήταν όλοι ισάξιοι. Τα ανδραγαθήματα και ηρωικές πράξεις έχουν τον πρώτο λόγο. Λαμβάνουν χώρα στην ελληνική επικράτεια, μιλούν για την απελευθέρωση του γένους αλλά και τη δύσκολη ζωή των παλικαριών και τη δράση τους. Σε αυτή τη δράση συμμετέχουν τα βουνά, η θάλασσα ,ο ουρανός, τα έμψυχα και τα άψυχα στοιχεία της φύσης. Συμπάσχουν, πολεμούν μαζί με τους αγωνιστές και μαζί γράφουν την εποποιία της απελευθέρωσης. Πολλές φορές σ’ αυτή τη δράση εμφανίζονται πουλιά ως μαντατοφόροι ή και κάποια αγρίμια που αναλαμβάνουν έναν ρόλο, ή άλλες φορές παρουσιάζεται ο ήρωας ως θηρίο ή αητός. Άλλες φορές εμφανίζεται ο χάροντας που συνομιλεί μαζί τους. Εκείνοι χωρίς να  τον φοβούνται πιάνουν κουβέντα μαζί του, αλλά ζητούν την τελευταία χάρη. Να μην το μάθει η μάνα τους ή η αγαπημένη τους ή να του κόψει ένα δικό του παλικάρι το κεφάλι να μην πέσει στα χέρια των εχθρών.

Με όπλο του τον μετρικό πλούτο και το γλωσσικό κάλλος, ο ανώνυμος λαός  δημιούργησε με μυθοπλαστική ευλυγισία και παραστατικότητα, τη δύναμη της Δημοτικής Ποίησης. Αυτή αποτελεί το μέγιστο ασύγκριτο μνημείο του μακρόχρονου αγώνα της κλεφτουριάς και του ελληνισμού σ’ όλες του τις εκφάνσεις και σ’ όλες τις ιστορικές περιόδους. Η συλλογικότητα είναι ένα ακόμα χαρακτηριστικό γνώρισμα. Κατά τη δημιουργία των δημοτικών τραγουδιών, ο δημιουργός συνθέτει αυτό που αργότερα μετουσιώνεται σε πνευματικό προϊόν όλης της κοινότητας. Καθώς το τραγούδι μοιράζεται, μεταβάλλεται μέσα απ’ το συνθετικό έργο ολόκληρων γενεών. Η ομήγυρη και η κοινωνική πραγματικότητα αναπλάθει και αναπροσαρμόζει την παράδοση, όπως άλλωστε και ο καθένας που το τραγουδάει. Το αλλάζει, είτε γιατί δεν το θυμάται, είτε γιατί το προσαρμόζει στη δική του ψυχική ιδιοσυγκρασία, εξ ου και οι διάφορες παρατηρούμενες παραλλαγές.

Εκτός από τα ιστορικά δημοτικά τραγούδια (Ακριτικά, αφηγηματικά κλέφτικα,)έχουμε τις παραλογές, όπου τα γεγονότα μεταφέρονται και  σε άλλους τόπους με μικρές παραλλαγές. Αυτό μειώνει εν μέρει την αξία του αρχειακού υλικού αλλά δεν είναι καθόλου κακό. Προσδίδει κύρος και αξία στο ίδιο το τραγούδι και στον αντίκτυπο που διαμορφώνει σε μεγαλύτερο γεωγραφικό πλαίσιο ως πνευματικό δημιούργημα που αποκτά καθολικότητα. Διακρίνουμε στο όλο έργο στοιχεία που σχετίζονται με την κοινωνική, θρησκευτική και υλική ζωή των Ελλήνων. Κοινό σημείο της παράδοσης και του δημοτικού τραγουδιού είναι η αναγωγή και η αφετηρία τους στις βαθύτερες ρίζες. Γι’ αυτό μπορούμε να πούμε με ασφάλεια ότι οι ρίζες αυτές είναι πολύ βαθιά κι ακουμπούν τα σπλάχνα του Ομήρου όχι μονάχα στην τεχνοτροπία και τον αριθμό συλλαβών, αλλά και στην ίδια την ουσία που πραγματεύεται.

Πολλές φορές θα τα βρούμε να συνδέονται με διάφορες κοινωνικές εκδηλώσεις: εργασίες (εργατικά), (του δρόμου),  (χορευτικά), (της τάβλας), γάμους (του γάμου, του γαμπρού, της νύφης), της ξενιτιάς, σε αγερμούς παιδιών (κάλαντα),σε θανάτους (μοιρολόγια) κτλ.. γιατί η σύνθεση των τραγουδιών είναι πολυεπίπεδη και περιλαμβάνει σχεδόν όλες τις διακυμάνσεις της κοινωνικής ζωής.  

Μολονότι δημοτικά τραγούδια τραγουδιούνται ακόμη σε πολλά μέρη της πατρίδας μας, εντούτοις η παραγωγή τους έχει πια σταματήσει και κυριαρχεί η προσωπική παραγωγή. Το πιο δυσάρεστο όμως είναι η αλλοίωσή τους καθώς αυτά δεν πέρασαν στα ωδεία και τις μουσικές σπουδές, των Ελλήνων, ούτε εντάχθηκαν ποτέ στην εκπαίδευση, ούτε γνώρισαν την προστασία που επιβάλλει η πολιτιστική μας κληρονομιά.

Η συνεχής αναδημιουργία, η μετάλλαξη, η ελαφρότητα και η έλλειψη σεβασμού στη όλη υπόθεση αποκαλύπτουν σήμερα μπροστά μας ένα τέλειο έγκλημα για τα μνημεία αυτά, που αποτελούν κορυφαίο μνημείο του πολιτισμού μας. Τολμούμε, να πούμε ότι κανένα ποίημα και των μεγαλύτερων ξένων ποιητών δεν έφθασε το μετρικό πλούτο, το γλωσσικό κάλλος και την μυθοπλαστική δύναμη και γοητεία που ασκεί η το Δημοτικό τραγούδι, το οποίο τις περισσότερες φορές ξεπερνάει τα όρια της τέχνης και γίνεται αρχειακό υλικό και πηγή αστείρευτης γνώσης.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ