Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Τα Σύνορα της μέρας

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ                .
Στα μπλε σε ντύνει τώρα ο αγέρας
και σε ποτίζει με νερό η βροχή,
θα σπάσω είπες τα σύνορα της μέρας,
πότε δεν δένεται η γλώσσα με σχοινί.          .
Φυλακισμένοι σκύβουν το κεφάλι,
στα κεραμιδια στάζει η βροχή,
τυλίχτηκες σα φίδι στο κορμί μου,
σ ένα σεντόνι έσμιξε η γη.
Τα μυστικά σου απλωσα στον ήλιο,
τα  κρεμασα σε δένδρο ιερό,
στέγνωσε τώρα το παλιό σεντόνι,
στέγνωσε ο κόσμος, στέγνωσα κι εγώ..
. Φεύγει ο χρόνος - φεύγει και τι μενει;
τα δυο σου μάτια χρόνια στη σιωπή,
τώρα οι μέρες γίνανε εφιάλτες
και το σεντόνι Σάβανο στη γη.                                         
ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα, ωκεανός, νερό, υπαίθριες δραστηριότητες και φύση

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ