
Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγέλη. Πήδαγε το ένα παλούκι μετά το άλλο κι ο κάπρος τον ακολουθούσε. Έφτασε στην πλατεία του χωριού κι ο κάπρος του χωριού κυνηγούσε τον Βαγγέλη – αστείο θέαμα -μα τραγικό για κείνους που βίωναν τα συμβάντα.
Στην πλατεία του χωριού, ο Λάμπρος ο Καραγιάννης του φωνάζει γελώντας περιπαικτικά: -Να μπει ο διάολος μέσα σου, που φοβάσαι το «καπρί». Τότε το καπρί παρατάει τον Βαγγέλη και κυνηγάει τον Λάμπρο. Ανεβαίνει γρήγορα πάνω στο καμπαναριό, για να γλυτώσει κι ο κάπρος από πίσω τον ακολουθεί. Όταν ο χοίρος διαπίστωσε πως δεν μπορούσε ν΄ ανέβει στις σκάλες, του στήνει πολιορκία κάτω απ’ το καμπαναριό και δεν τον αφήνει να κουνηθεί ρούπι.
Ο ιδιοκτήτης όμως έμαθε τα καθέκαστα, πήρε ένα όπλο κι ο «κάπρος της περιοχής» τέλειωσε άδοξα τη σταδιοδρομία του.
Διήγημα (Από τη συλλογή "τα λουλούδια της γης μου")
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου