Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

 Η ΞΕΧΩΡΙΣΤΗ ΓΙΟΡΤΗ ΤΩΝ ΑΘΗΝΩΝ

Μια υπέροχη και μοναδική γιορτή, για την Αθήνα ήταν τα Λαμπριάτικα "Ρουσάλια", χάθηκε με το πέρασμα των χρόνων. Ήταν ένα από τα δύο «αστικά» πανηγύρια των Αθηνών, αφού η άλλη ήταν τα Κούλουμα. Γιορταζόταν κάθε Τρίτη του Πάσχα μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα και ήταν ελληνικότατη γιορτή, ένα εθνικό πανηγύρι που είχε τις καταβολές του στην αρχαιότητα, όπως έγραψε ο Δ. Καμπούρογλου. Παρά το γεγονός ότι η Εκκλησία την καταδίκαζε ως ειδωλολατρική, ο λαός την μετονόμασε σε «Παναθήναια» και συνέχισε να διασκεδάζει «μετά πείσμονος εμμονής»! Τελικά εξαφανίστηκε και χωνεύτηκε –κυριολεκτικά– στις γιορτές των λουλουδιών και της άνοιξης.
Αφηγείται η Μαριάννα Καμπούρογλου:
«Την Τρίτη της Λαμπρής ερχόντουσαν από τα χωριά (Μεσόγεια και Κατάδεμα) στη χώρα οι καλλίτεροι νοικοκυραίοι, με τούμπανα και ζουρνάδες να χαιρετήσουν τους αρχόντους να πούνε τα ρουσάλια. Τα παιδιά τρυπώνανε βαθειά για να μην τ’ αξιώσουν∙ γιατί όποιο παιδί «βρίσκανε» μπροστά τους το αξιώνανε δηλαδή το πετούσανε ‘ψηλά στον αέρα τρεις φοραίς και ύστερα τ’ αφίνανε και το ευχόντουσαν να γίνη ανδρειωμένο. Επαίζανε τα τούμπανα και χορεύανε τραγουδώντας:
Καλημέρα σου κυρά μου / ― και καλώς τα τά παιδιά μου, / ― και κυρά και ‘παινεμένη / και στον κόσμο ξακουσμένη∙ / σηκωθήτε παλληκάρια / και κεράστε τα λιοντάρια / βάλτε τώρα για να πιούμε / την κυρά μας να ‘φχηθούμε κτλ.
Ελέγανε χρόνους πολλούς και το Χριστός Ανέστη∙ τους εδίνανε ένα παρά-γεμενί για τον τουμπανιάρη και παράδες στον ζουρνατζή και φεύγανε». Ακολουθούσαν χοροί που εκτελούνταν χωριστά από τις γυναίκες και τους άνδρες. Τον χορό των γυναικών άνοιγε η πρεσβύτερη, η οποία έκανε τρεις γύρους και μετά έδινε το μαντίλι στη νεότερη που την ακολουθούσε, ανταλλάσσοντας ευχές.
Με τόση ευθυμία, τόση χαρά και χορευτική έξαρση γιορταζόταν η Τρίτη του Πάσχα στην Αθήνα επί Τουρκοκρατίας, ώστε το 1772 κάποιος μοναχός φώναξε στα πλήθη του Θησείου κουνώντας το κεφάλι του και αναστενάζοντας: «Αχ, Χριστιανοί μου, αχ Ρωμαίοι, έτσι εορτάζεται η Ανάστασις του Κυρίου; Έτσι δοξάζεται ο εκ νεκρών αναστάς Χριστός, ο αληθινός Θεός ημών, με τοιαύτας ασχημοσύνας;»!
Οι χοροί αυτοί γινόταν στο ναό του Ηφαίστου, όπου είχε μετατραπεί σε εκκλησία του αγίου Γεωργίου. Εκεί λάμβαναν μέρος και οι μη χριστιανοί κάτοικοι της χώρας κι ακολουθούσαν το έθιμο με μεγάλη ιεροτελεστία. Μετά την Επανάσταση θεωρήθηκε ειδωλολατρική γιορτή και καταδικάστηκε από την Εκκλησία.. Με αποτέλεσμα να χάσει την αίγλη της και σιγά- σιγά να εξαφανιστεί.




Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Δραστηριότητες στη φύση Τρέξιμο και αθλητικές δραστηριότητες οικολογικές παρεμβάσεις Γεύμα (Πικ-Νικ) Περίπατος και αναψυχή  Καλλιτεχνικές δραστηριότητες

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

Μία ξεχωριστή εργασία για το Δημοτικό τραγούδι. ΔΗΜΟΤΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ             Το 1814 ένας ναύτης ευρισκόμενος στο ναυτικό νοσοκομείο   της Αγγλίας για θεραπεία   τραγουδάει: «Συννέφιασε στον Παρνασσό βρέχει στα καμποχώρια Κι εσύ Διαμάντω νύχτωσες που πας αυτή την ώρα Πάω για αθάνατο νερό, αθάνατο βοτάνι Να δώσω στης αγάπης μου ποτέ να μην πεθάνει» Ο αρχίατρος του νοσοκομείου παραξενεύεται και τον ρωτάει που έμαθε αυτά τα εκπληκτικά   άσματα. Ο ναύτης του απαντά ότι όλοι στην πατρίδα του τραγουδούν τέτοια τραγούδια και ο φον Χαξτχάουζεν, ο αρχίατρος   του νοσοκομείου, αν και μιλάει   13 γλώσσες παραξενεύεται ευχάριστα και του λέει να του φέρει μερικά ακόμη. Ο ναύτης τον φέρνει σε επαφή με τον Θεόδωρο Μανούση και τον καλεί στο σπίτι του να γνωρίσει την γιαγιά του απ’ τη Μακεδονία η οποία ξέρει όλα αυτά τραγούδια απ’ έξω κι ανακατωτά. Η κυρία Αλεξάνδρα του μεταδίδει τις γνώσεις της. Αρχίζει η πρώτη καταγραφή. Έτσι δημιουργήθηκε η Πρώτη συλλογή Δημοτικών τραγουδιών και τυπώ