ΑΞΕΧΑΣΤΗ
ΚΡΟΥΑΖΙΕΡΑ
Το καράβι μας κατευθυνόταν με μεγάλη ταχύτητα προς τη Ρόδο κι όλοι
ήμασταν ευτυχισμένοι, γιατί δεν είχαμε ακόμη αντικρύσει τα μεγάλα μελτέμια, που
ξεκινούσαν πάντοτε από το βορά κι έφερναν θαλασσοταραχή και τρόμο στους
επιβάτες που ήταν άμαθοι στην θάλασσα του αρχιπελάγους, όπου κατά το πρώτο
δεκαήμερο τ’ Αυγούστου, έχουμε συχνά τέτοια φαινόμενα. Μπαίναμε στο Καρπάθιο κι
αφήναμε πίσω το Ηράκλειο και το εντυπωσιακό παλάτι του Μίνωα με τις
τοιχογραφίες.
Στο Καρπάθιο αισθανθήκαμε τα πρώτα τραντάγματα που μεγάλωναν και
χτυπούσαν το πλοίο μας κατάπρυμνα κι έκαναν τις γυναίκες να κλαψουρίζουν και να
ανησυχούν ιδιαίτερα για την πορεία του πλοίου. Η ταχύτητα του καραβιού, είχε
μειωθεί αισθητά κι από 20 κόμβους δεν έφτανε τώρα ούτε τους δέκα. Ένας κύριος, καθισμένος
σε αναπηρικό καροτσάκι, προσπαθούσε να παρηγορήσει τα κορίτσια που είχαν γίνει
κατακίτρινες απ’ το φόβο. Τους είπαμε κι εμείς να μην φοβούνται γιατί στην Ελλάδα
έχει μελτέμια το πρώτο δεκαήμερο του Αύγουστου και οι ναυτικοί γνωρίζουν όλοι, πολύ καλά τη θάλασσα και τις
καιρικές συνθήκες. Μια φοιτήτρια συμφώνησε μαζί μας, αλλά πριν καλά-καλά δηλώσει τη συμφωνία της, δέχτηκε τον εμετό
από τη φίλη της κι έτρεχε πανικόβλητη να καθαριστεί. Ο Φώτης προσφέρθηκε να
βοηθήσει.
Πήγε με το κορίτσι στη βρύση και στη συνέχεια ξαναγύρισε με την Μπάρμπαρα
αλά μπρατσέτο. Βάδιζαν σαν μεθυσμένοι τρικλίζοντας πότε δεξιά–πότε αριστερά,
από τα σκαμπανεβάσματα του καραβιού και ήταν χαμογελαστοί. Μαζί τους γέλασε κι
ο κύριος Ορφ, ο καθηγητής της Ιστορίας και υπεύθυνος του γκρουπ που
επισκέπτονταν τη χώρα μας. Ήθελε ο κύριος Ορφ, να αντικρύσουν από κοντά οι
φοιτητές του τα κάστρα και τους ιστορικούς τόπους της χώρας μας, γιατί αυτό ήταν
το μάθημά τους στο Πανεπιστήμιο και ήθελε να τους δώσει εμπειρίες ζωής και
ζωντανές παραστάσεις. Είχε εντυπωσιαστεί απ’ την Κνωσό και περίμενε ανάλογη
συνέχεια και στη Ρόδο όπου πηγαίναμε.
Η θαλασσοταραχή όμως, μας χάλασε τη διάθεση. Μας έφερε όμως πιο κοντά και
μας έδωσε την ευκαιρία να γνωρίσουμε ο ένας τον άλλον. Η Μπάρμπαρα, η
συγκλονιστική ξανθιά, είχε πάει στο μπάνιο, να καθαρίσει τις εξαγωγές που
δέχτηκε, τη συνόδευε ο Φώτης να της δείξει τα κατατόπια και να την προσέχει στα
επικίνδυνα τραντάγματα του πλοίου. Η φίλη της η Ντανιέλα, αδύνατη, μελαχρινή,
πρόσχαρη πάντα, με το χαμόγελο στα χείλη, έμεινε με τον καθηγητή της, τον κύριο
Όρφ. Έκανε διδακτορικό στη φιλοσοφία και στους κανόνες Λογικής του Αριστοτέλη.
Πλησιάζοντας τη Ρόδο το μελτέμι υποχωρούσε. Πήραμε τα κορίτσια και τις
ξεναγήσαμε στο πλοίο, να ηρεμήσουν. Όλοι μαζί κατεβήκαμε στο λιμάνι
εντυπωσιασμένοι από τις ομορφιές και τα χρώματα. Χαρήκαμε την πόλη και τα
μαγαζιά της. Όμως μας συνεπήρε το κάστρο των Ιπποτών και η παλιά πόλη.
Επισκεφθήκαμε όλοι μαζί το αρχαιοελληνικό μουσείο της Ρόδου και θαυμάσαμε τα
κεραμικά και τα κτερίσματα. Την προσοχή μας όμως τράβηξε ένα θαυμάσιο άγαλμα
της Αφροδίτης. Η ομορφιά εδώ είχε την τιμητική της. Περπατήσαμε στην οδό των
ιπποτών και επισκεφθήκαμε την κατοικία του μεγάλου Μαγίστρου. Εντυπωσιασμένοι
από τις εκατόν εξήντα αίθουσες και τις πανοπλίες, μεταφερθήκαμε στο μεσαίωνα
και τον τρόπο ζωής των ιπποτών. Περιφερόμασταν για πολλές ώρες στις στοές και
τις καμάρες της πόλης, απολαμβάνοντας το μεγαλείο και τα καλοδιατηρημένα
πετρόχτιστα καλντερίμια της πόλης και αποφασίσαμε να νοικιάσουμε ποδήλατα για
να γνωρίσουμε καλύτερα την Ρόδο. Αμέριμνοι, πηγαινοερχόμασταν στα πιο
απομακρυσμένα σοκάκια της πόλης, να γνωρίσουμε και να γευθούμε και τα πιο
απομονωμένα σημεία του νησιού.
Πειράζαμε ο ένας τον άλλον και τον ενημερώναμε, για κάθε τι σημαντικό,
που άγγιζε τις αισθήσεις μας. Η βόλτα στην παλιά πόλη ήταν υπέροχη.
Μεταφερθήκαμε σε άλλες εποχές, σ’ έναν παραδεισένιο τόπο, με νερά πηγές,
ενυδρεία και πολεοδομία μοναδική. Τα απομακρυσμένα πέτρινα καλντερίμια, σε
οδηγούσαν κάθε φορά, σε μια καινούρια όαση ζωής. Ήμασταν ξετρελαμένοι με την
πόλη και τις καινούριες γνωριμίες που είχαμε κάνει. Ο Φώτης, αγκαλιασμένος με
την Μπάρμαρα, έβαζε τη σφραγίδα του σε κάθε μέρος που πήγαινε, μ’ ένα φιλί στην
αγαπημένη του κι εγώ, πιο συντηρητικός, άλλοτε κρατούσα το χέρι της Ντανιέλας
κι άλλοτε μιλούσα με πάθος για τα μνημεία μας και τη φιλοσοφία των αρχαίων
Ελλήνων. Δεν πολυθέλαμε να πάμε στην Λίνδο, μα η επίσκεψη μας αποζημίωσε.
Μπήκαμε στο τουριστικό λεωφορείο που μας περίμενε και κατευθυνθήκαμε
νοτιοανατολικά για την ακρόπολη με την εκπληκτική θέα. Μπαλκόνι του Αιγαίου, το
λένε οι περισσότεροι κι άλλοι, μπαλκόνι της Ανατολής. Σε υψόμετρο εκατόν εξήντα
μέτρων, βλέπεις τον ήλιο ν’ ανατέλλει και να ερωτοτροπεί με το γαλάζιο της
απέραντης θάλασσας. Καθρέφτης γαλάζιος και πεντακάθαρα τα νερά του
Αιγαίου.
Η θάλασσα τότε ημέρευσε, λες και δεν ήταν αυτή που πριν από λίγο, μας
απειλούσε με τεράστια κύματα. Η πόλη πανέμορφη με τα γραφικά άσπρα σπιτάκια,
χτισμένα δίπλα σ’ ένα βυζαντινό φρούριο, το οποίο είχε επισκευαστεί από τους
Ιωαννίτες. Ο ναός όμως της Αθηνάς κι η
Ακρόπολη ήταν μοναδικά. Με σοφία οι Ρόδιοι είχαν θεμελιώσει έναν ναό δωρικού
ρυθμού και κατέγραψαν το ναυτικό Δίκαιο, το οποίο αποτέλεσε πρότυπο για όλους
τους ναυτικούς λαούς κι έκαναν την πόλη τους ναυτική κι εμπορική δύναμη με
μεγάλο κύρος.
Η ομορφιά των κοριτσιών κι η ενέργεια που μας έδινε το μοναδικό αυτό
τοπίο, μας χάρισε στιγμές ανεπανάληπτες. Αγκαλιασμένοι, κατεβήκαμε στην
πανέμορφη Λίνδο και περιηγηθήκαμε στα στενά της. Δεν ξέραμε τι να
πρωτοθαυμάσουμε. Εικόνες απερίγραπτης ομορφιάς σ’ ένα νησί σμαραγδένιο και
πανέμορφο. Δεν θέλαμε να φύγουμε. Θέλαμε μόνιμα να μείνουμε στο πανέμορφο τούτο
μέρος. Αγκαλιασμένοι επήγαμε στο πούλμαν και μετά στην καμπίνα μας. Ήταν όλα
πανέμορφα. Όμως, όλα τα καλά τελειώνουν κάποτε και τα κορίτσια έπρεπε να
τελειώσουν τις σπουδές τους στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, όπου ολοκλήρωναν το
διδακτορικό τους. Αλλάξαμε τηλέφωνα και διευθύνσεις, για να ξαναβρεθούμε
σύντομα όπως είπαμε, όμως ο αποχαιρετισμός δεν είναι
καθόλου εύκολος.
Ξαφνικά το πρωί, μας χτυπούν την καμπίνα δυνατά και απότομα.
-Σας θέλει ο καπετάνιος, μας λένε οι καμαρότοι και γρήγορα.
Ντυνόμαστε βιαστικά και πηγαίνουμε στην καμπίνα του καπετάνιου.
-Θα σας κρεμάσω, μας φωνάζει εκείνος. Με καταστρέψατε.
-Εμείς τι κάναμε, ρωτάμε με αγωνία.
-Ειδές τε με τα μάτια σας, είναι σκαρφαλωμένη στην κουπαστή και απειλεί
να πέσει στη θάλασσα. Θέλει να μείνει για πάντα στην Ελλάδα, δίπλα στο Φώτη. Ξέρετε
τι σημαίνει αυτό; ναυτικό ατύχημα ή μάλλον ναυτική αυτοκτονία.
Κοιτάξαμε κι είδαμε την Μπάρμπαρα, σε έξαλλη κατάσταση, να φωνάζει και να
λέει ότι δεν πρόκειται να φύγει κι ότι θα μείνει μόνιμα στην Ελλάδα, στο
σμαραγδένιο νησί της Ανατολής. Ο Φώτης ζήτησε συγνώμη.
Στη συνέχεια ζήτησε άδεια να επιλύσει το ζήτημα. Είχε μαζευτεί στο πλοίο
η λιμενική αστυνομία και οι ψυχολόγοι, αλλά δεν είχαν καταφέρει τίποτα. Το
κορίτσι δεν άκουγε τίποτα. Ήταν σε έξαλλη κατάσταση.
-Μπάρμπαρα, της φώναξε, αν μ’ αγαπάς πρέπει να κατέβεις. Το κορίτσι
ηρέμησε κι άρχισε προσεκτικά να κατεβαίνει απ’ τις επικίνδυνες σκαλωσιές και να
πέφτει με λυγμούς στην αγκαλιά του Φώτη.
Ο Φώτης την ηρέμησε και της είπε να τελειώσει τις σπουδές της και θα
συναντιόταν πάλι στην υπέροχη Λίνδο, για ένα όμορφο ταξίδι στο σμαραγδένιο
νησί. Η Μπάρμπαρα τον φίλησε με τρυφερότητα κι αμέσως μεταμορφώθηκε σ’ ένα
ήσυχο κοριτσάκι και πήρε το δρόμο της επιστροφής. Ποτέ της όμως δεν ξέχασε το
σμαραγδένιο νησί και τις ευτυχισμένες μέρες που είχε ζήσει. Έγινε καθηγήτρια
της Ιστορίας, όμως ποτέ της δεν ξανασυνάντησε το Φώτη.
Όσα όμως κάστρα κι αν επισκέφτηκε σε κανένα δεν ένιωσε το δέος, την
ομορφιά και την αγάπη που έζησε στο σμαραγδένιο νησί της Ανατολής και πάντοτε
σκέφτονταν νοσταλγικά και με αναπόληση τις ευτυχισμένες στιγμές που είχε
ζήσει!!!
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου