Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

Αναρτήσεις

Προβολή αναρτήσεων από 2019

Ο ΚΑΠΡΟΣ

Κάθε σπίτι είχε και το γουρούνι του εκείνα τα χρόνια. Δεν χρειάζονταν τότε ανακύκλωση και σκουπιδιάρα στο χωριό μας. Όλα τα αποφάγια πήγαιναν στο χοίρο. Με ερχομό των Χριστουγέννων έσφαζαν το ζώο και το κρέας κάλυπτε όλη τη χειμερινή περίοδο. Δεν χρειάζονταν εισαγωγές κρέατος, όπως σήμερα. Οι «τσιγαρίδες» αποθηκευμένες στο λίπος του γουρουνιού, κράταγαν μέχρι το φύτεμα του καπνού και δεν έλειπε ο μεζές από τα σπίτια μας, παρότι δεν είχαμε ψυγεία και τις ανέσεις που προσφέρει η ηλεκτρική ενέργεια σήμερα. Το κρέας του χοίρου, ταϊσμένο με βελανίδι της περιοχής, ήταν νοστιμότατο και δεν είχε καμία σχέση, με το σημερινό. Ο μπάρμπα-Λάκιας όμως δεν έσφαξε το «καπρί» εκείνη τη χρονιά. Αυτό αγρίεψε, όπως αγριεύει κάθε χοίρος, που ξεπερνάει τα δύο έτη. Πηγαίνοντας η Γεωργία, με τη συννυφάδα της, να ταΐσει τις κότες, ο χοίρος τους επιτέθηκε και τις κυνήγησε. Ο Βαγγέλης τις αποπήρε: -Δεν ντρέπεστε να σας κυνηγάει το γουρούνι, είπε; Και τότε το «καπρί» παρατάει τις γυναίκες και κυνηγάει το Βαγγ

Τα Σύνορα της μέρας

ΤΑ ΣΥΝΟΡΑ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ                . Στα μπλε σε ντύνει τώρα ο αγέρας και σε ποτίζει με νερό η βροχή, θα σπάσω είπες τα σύνορα της μέρας, πότε δεν δένεται η γλώσσα με σχοινί.          . Φυλακισμένοι σκύβουν το κεφάλι, στα κεραμιδια στάζει η βροχή, τυλίχτηκες σα φίδι στο κορμί μου, σ ένα σεντόνι έσμιξε η γη. Τα μυστικά σου απλωσα στον ήλιο, τα  κρεμασα σε δένδρο ιερό, στέγνωσε τώρα το παλιό σεντόνι, στέγνωσε ο κόσμος, στέγνωσα κι εγώ.. . Φεύγει ο χρόνος - φεύγει και τι μενει; τα δυο σου μάτια χρόνια στη σιωπή, τώρα οι μέρες γίνανε εφιάλτες και το σεντόνι Σάβανο στη γη.                                          ΓΕΡΟΓΙΑΝΝΗΣ ΓΙΑΝΝΗΣ

ΤΟ ΝΕΡΟ

ΤΟ ΝΕΡΟ «Δεν έχουμε πηγάδια, δεν έχουμε ποτάμια, δεν έχουμε πηγές, μονάχα λίγες στέρνες άδειες κι αυτές».Μ’ αυτά τα λόγια ο Σεφέρης περιγράφει την στέρηση του λαού μας, Δυστυχώς όμως αυτά τα καταλαβαίνουν μονάχα όσοι στερήθηκαν το νερό κι όσοι αγωνιούν για το Μέλλον. Είναι πολυτιμότερο το νερό, απ’ το χρυσάφι κι απ’ όλα τα καλά της γης και τα ουρανού. Κανένας οργανισμός δεν μπορεί να ζήσει χωρίς νερό ούτε μια μέρα. Λένε πως υπάρχει άφθονο στον πλανήτη μας και πως καλύπτει τα δύο τρίτα της γης, όμως σφάλουν κι η παρουσία του νερού καθημερινά περιορίζεται παρότι είναι απαραίτητη για την συνέχιση της ζωής. Στις φλέβες μας, στο σώμα μας, στο αίμα μας είναι παντού η λέξη «νερό» Η πρώτη ύλη της δημιουργίας του κόσμου, σύμφωνα με τον Θαλή τον Μιλήσιο και το πιο βασικό υλικό για την διατήρηση της ζωής καθώς λένε οι επιστήμονες. Με μια ποδολόγα στο κεφάλι της η μάνα μου κι η γιαγιά μου μετέφεραν κι εκείνες νερό τα παλαιά εκείνα χρόνια. Το ίδιο έκανε και κάθε νοικοκυρά που σέβονταν τ

ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΗΛΙΟ

ΜΕ ΑΓΑΠΗ ΚΑΙ ΗΛΙΟ  Ύφαινε κι εκείνη το νήμα της όπως χρόνια υφαίνουν τώρα μια γλώσσα, που δεν έχει αλφάβητο ούτε φθόγγους κι αυτόφωτους ήχους. Έχει μόνο το χρώμα της Άνοιξης και τη γεύση του ήλιου.  Ένα υφάδι στρωμένο οι λέξεις. Ακούω τις φωνές να σμιλεύουν το Σύμπαν Ακούω τις Γραφές να σμιλεύουν το Έρεβος Ακούω καρδιές να χτυπάνε στις φλέβες μας. Μεθυσμένα τα χρόνια μας, σε ταξίδι ατέλειωτο  Δεν θα πιω το νερό που λαγάρισε Μα θα φέρω την άνοιξη  Και θα στρώσω περβάζια με κρίνα Θα ρωτήσω τα σύννεφα  Πού τον κρύβουν τον ήλιο;  Θα ρωτήσω τα κύματα, πούθε βγαίνει η φωνή τους; Πώς ο τόπος μαράθηκε; πικραλήθειες θα πω, με τραγούδι της θάλασσας τις σκιές προσπερνώ και φωνάζω για δίκιο,  τους βοριάδες ζητώ και τα χρόνια που χάθηκαν  σε καράβια τρικάταρτα ταξιδεύω με λέξεις.  Στα σπουργίτια μιλώ και πορεύομαι ελεύθερα  ν’ ακουστεί μες στα πέλαγα η φωνή των ερώτων  την αγάπη θα πιω, την αυγή και την άνοιξη  και θα σπείρω στα πέλαγα, τρεις υπέροχες λέξεις.  Φως-Αγάπη

Η ΜΥΡΤΙΛΑ

Η  ΜΥΡΤΙΛΑ                            Γερογιαννης Γιάννης  Έφτασε στο σπίτι της λίγο μετά τη δύση του ήλιου, κατάκοπη. Κάθισε στο ανάκλιδρο να αναπαυθεί και να σκεφτεί για το μέλλον. Δεν ήταν μόνο η κοπιαστική εργασία στα μεσόγεια που την ταλαιπωρούσε, ήταν ο ποδαρόδρομος και οι μακρινές αποστάσεις, που έπρεπε να διανύει κάθε μέρα με τα πόδια. Αφού οι μοίρες έτσι όρισαν, έπρεπε να ακολουθήσει το πεπρωμένο. Να πάρει τη ζωή στα χέρια της και να χαρίσει ευτυχία στον λαμπρό νέο που τη λάτρεψε και την ήθελε όσο τίποτα άλλο στον κόσμο. Ήταν όμορφη γυναίκα η Μύρτιλα και τυχερή καθώς λένε, οι κακές γλώσσες του κόσμου. Αγαπήθηκε με πάθος κι αγάπησε τον Δεινοκράτη, έναν από τους ωραιότερους νέους της Αθήνας. Την περίμενε καθώς έλεγαν μια υπέροχη ζωή με μέλι και χρυσάφι κεντημένη, μα εκείνη δεν πρόλαβε να χαρεί ούτε το μέλι, ούτε το μήνα του μέλιτος. Ο Δεινοκράτης έφυγε απ’ τη συζυγική κλίνη, όπως κι οι περισσότεροι νέοι, να υπερασπιστεί την πατρίδα και τα ιερά της. Δε θα μπορούσε να πε

ΣΤΑΧΤΕΣ

https://www.youtube.com/watch?v=wyl5QVE6JHg&list=PLAniBPbA62aNtZU0leSz8n_7aed_a0bYF              ΣΤΑΧΤΕΣ Με τη σάρκα του ήλιου Κει όπου ο αγέρας άφηνε την αύρα του στα μελιστάλαχτα όρη, που οι ντόπιοι τα λένε βουνά κι ομορφιά της Ελλάδας απίθωσα κι εγώ την ψυχή μου, στους πράσινους γίγαντες δέντρα παλιά, που τώρα πια σκελετοί και πυρά έχουν γίνει τα λιθάρια καμένα και το χώμα τα έκαιγε. Κάπνιζε ολόγυρα ο τόπος κι η ζωή είχε ενδώσει στο θάνατο. Στέρφα τσουρουφλισμένα όνειρα Γύρευαν πεύκο, ρετσίνι κι αρμύρα. Τι τα θες και σκαλίζεις οράματα. Ο Δημήτρης μας χάθηκε! Κάποιοι λένε πως κάηκε μέσα στη θάλασσα. Μα τα ίχνη του ακόμα δε βρήκαν. Φυλέψαμε το θάνατο με φρέσκο και άφθαρτο όνειρο Κι ένας σκύλος τσουρουφλισμένος σε μια ξέρα θλιμμένα γαυγίζει τον κύρη του ψάχνει και ελπίδα στη γη μας. Είναι γαλάζια η Ελπίδα κι η θάλασσα κι ο ουρανός σκοτάδι βουβό, που καμένο μυρίζει Κάποιοι τρώνε αρμύρα και θάνατο. Κι εμείς την κάτασπρη στάχτη μ

ΠΟΛΙΤΗΣ του ΚΟΣΜΟΥ:(Γιάννη Γερογιάννη).Πανουργιά Δ. απαγγελία

ΠΟΛΙΤΗΣ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ Στις φλέβες, κουβαλώ τη γη μου, στο πρόσωπο τον ήλιο, στο στήθος την νοσταλγία,                                         προχωρώ σταθερός κι ανέγγιχτος και μιλώ με τα αγριοπούλια και τη θάλασσα, νοσταλγώντας, το γαλάζιο ουρανό της πατρίδας, το χώμα που έγινε άνυδρο, τον καπνό, τον ολόλευκο, να βγαίνει απ’ το πλοίο ή απ o ένα μαντείο, που το λένε «Δελφοί». -κατοικία του ήλιου, κι ομφαλός της γης-. Λαμπερός ο ήλιος, μας πορφύρωσε κόκκινες πολιτείες ντυμένες στο χρώμα του, υπομένουν στωικά τα καυτά χάδια του ήλιου, στις αφιλόξενες γωνιές της Παλμύρας, άλλοτε, σ’ ένα καραβάνι με βεδουίνους παζαρεύοντας ανθρώπινες αδυναμίες. κι άλλοτε πάλι, στην Αλεξάνδρεια και στον Πόντο, ποντίζεις το καινούριο πλεούμενο έλληνας κοσμοπολίτης και πολυτάξιδος ταξιδεύεις στη χώρα του ήλιου.. με επιμονή μεταφέρεις μετάξια της Κίνας έβενο και λιβάνι απ’ την Παλαιστίνη, ζωής αρώματα κι επιταγές της μοίρας. Το μαντείο δε δίνει πλέον χρησμού